Στην παραλία του Σαρωνικού, ανάμεσα στη Γλυφάδα και τη Βουλιαγμένη, στον αρχαίο Δήμο Αλών Αιξωνίδων, στο δρόμο που οδηγούσε από τον Πειραιά στο Σούνιο, μέσα στα αγκάθια και τις πέτρες βρισκόταν ο τάφος του Τίμωνα του Μισάνθρωπου. Μια επιτύμβια πλάκα σηματοδοτούσε τον αφιλόξενο τόπο.
Εζησα μια άθλια ζωή και τώρα εδώ κοιμάμαι,
μέσα στα βάτα και τα αγκάθια, τα πόδια σου
θα ματώσεις αν πλησιάσεις,
το όνομά μου δεν θα το μάθεις ποτέ.
Βλαστήμα, πες τις κατάρες σου
κι άει στο διάβολο (ες κόρακαν)
Τίμων ο Μισάνθρωπος
Ο Τίμων, γιός του Εχεκρατίδη, καταγόταν από τον Δήμο Κολυττού (κάπου στη σημερινή Πλάκα). Εζησε τον 5ο π.Χ. στην Αθήνα, την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, ήταν από καλή οικογένεια, αρκετά πλούσιος και πήρε φιλοσοφική μόρφωση, αλλά ήταν επίσης εύπιστος και καλόκαρδος, με αποτέλεσμα να τον περιτριγυρίσουν κόλακες και παράσιτοι, που παριστάνοντας τους φίλους, κατάφεραν να του φάνε όλη την περιουσία.
Όταν έμεινε απένταρος, τον εγκατέλειψαν, όπως γίνεται συνήθως, όλοι οι «φίλοι» που είχαν ευεργετηθεί από αυτόν. Η αχαριστία και η συμπεριφορά των ανθρώπων στοίχισε πολύ στον Τίμωνα. Απογοητευμένος, αποσύρθηκε σε ένα κτήμα που του απόμεινε, στις πλαγιές του Υμηττού, στο ύψος της σημερινής Ηλιούπολης, απομονώθηκε, μίσησε τους συνανθρώπους του. Οποιος πλησίαζε το σπίτι του τον κυνηγούσε με τις πέτρες. Οι Αθηναίοι του κόλλησαν το προσωνύμιο «Μισάνθρωπος». Επαψε να κατεβαίνει στην Αγορά, να συμμετέχει στην Εκκλησία του Δήμου και αρνιόταν να αναλάβει οποιοδήποτε αξίωμα ή λειτούργημα που ως ελεύθερος πολίτης εδικαιούτο. Τον μόνο άνθρωπο που ανεχόταν δίπλα του ήταν ένας άλλος μισάνθρωπος, ο Απήμων ο αβλαβής.
Στο «Βίοι Παράλληλοι» – Αντώνιος, παρ. Ο΄ και ΟΑ΄, ο Πλούταρχος, προκειμένου να αιτιολογήσει την ονομασία «Τιμώνειον» που είχε δώσει ο Αντώνιος στην παραθαλάσσια κατοικία του, την οποία χρησιμοποιούσε ως απομονωτήριο, μας μιλά για τον Τίμωνα τον Αθηναίο και διασώζει μερικές ιστορίες της ζωής του.
Τίμων και Αλκιβιάδης
Όταν έμαθε ο Τίμων ότι οι Αθηναίοι είχαν εκλέξει ανάμεσα στους δέκα στρατηγούς τον Αλκιβιάδη, χάρηκε, κατέβηκε στην Αθήνα, τον βρήκε και άρχισε να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει:
— Παλικάρι μου, ήρωά μου, λεβέντη μου, μπράβο σου…
Στις απορίες και τα ερωτήματα του Απήμαντα, για το πως έτσι, αυτός ο μισάνθρωπος, αγαπά και μάλιστα τόσο υπερβολικά τον Αλκιβιάδη; Ο Τίμων ήταν αφοπλιστικός:
— Αυτός ο νεαρός που βλέπεις θα γίνει αίτιος πολλών κακών. Θα καταστρέψει την Αθήνα!
Λόγος στην Συνέλευση του Δήμου
Σε κάποια Συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου, στην Πνύκα, παρόλο που ποτέ δεν πάταγε το πόδι του, εμφανίστηκε ο Τίμων. Κατάπληκτοι οι Αθηναίοι αναρωτιόντουσαν τι γύρευε εκεί ο Μισάνθρωπος. Εγινε σούσουρο μεγάλο. Όταν μάλιστα ζήτησε το λόγο κιαι ανέβηκε στο βήμα, έπεσε νεκρική σιγή.
— Ανδρες Αθηναίοι, όλοι γνωρίζετε ότι έχω ένα μικρό κτήμα εκεί στους πρόποδες του Υμηττού. Μέσα στο κτήμα υπάρχει μια συκιά στα κλαδιά της οποίας πολλοί πολίτες Αθηναίοι, ως τώρα, κρεμάστηκαν. Επειδή πρόκειται να κτίσω ένα σπιτάκι και θα κόψω τη συκιά, θέλησα δημόσια να σας το γνωστοποιήσω ώστε όσοι από σας έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να βιαστούν να το κάνουν σύντομα, πριν κόψω το δέντρο.
Σε δείπνο με τον Απήμαντα
Μιαν άλλη φορά, στην εορτή των Χοών, συνέτρωγε ο Τίμων με τον Απήμαντα, τιμώντας, αμίλητοι τους νεκρούς. Στο τέλος του δείπνου παρατήρησε καλοπροαίρετα ο Απήμων: «Δεν ήταν πολύ ωραίο το δείπνο μας, Τίμων;», για να πάρει τη φαρμακερή απάντηση:
— Θα ήταν πολύ καλύτερο αν δεν ήσουνα και εσύ στο τραπέζι.
Σε μεγάλη ηλικία, έπεσε από μια αχλαδιά και χτύπησε άσχημα. Αρνήθηκε να δεχτεί τις φροντίδες ενός γιατρού, το τραύμα μολύνθηκε, έπαθε γάγγραινα και πέθανε.
Ο Τίμων ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς, επιγραφοποιούς και ζωγράφους.
Ο Λουκιανός στο «Τίμων ή Μισάνθρωπος», θέλει τον Τίμωνα, αφού διαμαρτύρεται έντονα για την τύχη και την κατάντια του, να συγκινεί τους θεούς, να αποκτά πάλι περιουσία με σκληρή δουλειά, ευνοημένος από τον Πλούτο και τον Ερμή και να παίρνει τελικά εκδίκηση από αυτούς που τον αδίκησαν και του γύρισαν την πλάτη επιδεικνύοντας αχαριστία, τότε, και άρχισαν πάλι να μαζεύονται γύρω του, τώρα: τον κόλακα Γναθωνίδη, πρώτο στα συμπόσια των καλών καιρών αλλά όταν του ζητήθηκε βοήθεια υπέδειξε την κρεμάλα.
Τον Φιλιάδη του οποίου προίκισε την κόρη με δυο τάλαντα και του χάρισε ένα οικόπεδο για τις κολακείες του και για αντάλλαγμα, όταν είδε να τον πλησιάζει ο Τίμων, άρρωστος και ανήμπορος, τον ξυλοφόρτωσε κι από πάνω.
Τον πολιτικάντη Δημέα, που τον ξελάσπωσε πληρώνοντας γι’ αυτόν 16 τάλαντα πρόστιμο, για να βγει από τη φυλακή κι αργότερα, στις άσχημες μέρες έκανε πως δεν τον ήξερε.
Τον απατεώνα φιλόσοφο Θρασυκλή, που για να σώσει τη ψυχή του Τίμωνα, είναι πρόθυμος να τον απαλλάξει από τα υλικά βαρίδια του πλούτου του και να θυσιαστεί αναλαμβάνοντας ο ίδιος το… βάρος αυτό.
Και μαζί τους ο Βλεψίας, ο Λάχης, ο Γνίφων. Ολους αυτούς τους ξυλοφορτώνει και τους διώχνει με τις πέτρες ο Τίμων που έχει πια βάλει μυαλό.
Εμπνέει όμως και προβληματίζει και τον δικό μας κόσμο. Ο Τίμων, βαθιά απογοητευμένος από τη σαπίλα και τη διαφθορά και τον απάνθρωπο χαρακτήρα του κόσμου, επιλέγει τον αναχωρητισμό, την αδιαφορία, την καρτερικότητα και ανοχή, το μίσος για τους ανθρώπους. Είναι ο Τίμων ο Μισάνθρωπος.
Η άλλη επιλογή είναι να ανοίξεις μέτωπο μ’ αυτόν τον κόσμο, να συγκρουστείς με τις αιτίες που τον κάνουν τέτοιο, να τον γκρεμίσεις και να χτίσεις μια κοινωνία αντάξια του ανθρώπου.
Αιτιολογημένη η επιλογή του Τίμωνα, εξηγήσιμη, πολλές φορές «τσιμπάει» λίγο και το δικό μας μυαλό, όμως δεν είναι δικαιολογημένη, είναι αδιέξοδη, απαισιόδοξη και τελικά εξυπηρετεί αυτό ακριβώς που θέλει να καταδικάσει. Θα προτιμούσαμε αντί να γράφει σαιξπηρικό:
«Εδώ κείται άθλια από ψυχήν άθλια κλεμμένη σκόνη·
μη ζητά τ΄όνoμα. Κακό κακούς να σας σκοτώνει.
Ο Τίμων κείται: ζωντανός μίσησα τους ανθρώπους·
βλαστήμα με, μα διάβαινε, μακριά απ’ αυτούς τους τόπους».
Να έγραφε:
Γεννήθηκα σε έναν άθλιο κόσμο.
Εγώ ο Τίμων αγάπησα τους Ανθρώπους,
γι’ αυτό προσπάθησα να αλλάξω την Κοινωνία.
Μπορεί να γίνει. Θα το πετύχεις εσύ.
του
ΠΗΓΕΣ:
Πλούταρχος. «Βίοι Παράλληλοι» – Αντώνιος, παρ. Ο΄, ΟΑ΄.
Λουκιανός. «Τίμων ἢ Μισάνθρωπος».
Δημήτρη Σαραντάκου. «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους», σελ. 76 – 78, εκδόσεις ΓΝΩΣΗ.
Παλατιανή Ανθολογία. Επιτύμβια Επιγράμματα. VII 313 – 320.
Σαίξπηρ. «Τίμων ο Αθηναίος».
Ημεροδρόμος