… να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου.
Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ’ το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: “πάμε”, αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: “Άντε, πάμε, πάμε”. “Τι να την κάνω τη ζωή”; λέει αυτή. “Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ”.Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα.
Διοικητής στην Σμύρνη – Αρμοστής – ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη.
Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης.
Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν.
Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: “Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν”.
Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη!
Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά θυμούνται:
…«Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους άντρες. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας;» Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.
ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
*Αντιμέτωποι με τον διάχυτο ρατσισμό μιας μεγάλης μερίδας της «γηγενούς» κοινωνίας (απείρως μεγαλύτερης απ’ ό,τι ομολογούν σήμερα οι «εθνικά ορθές» αφηγήσεις), δαιμονοποιημένοι συχνά σαν αιτία κάθε κακού (από την οικονομική δυσπραγία του μεσοπολεμικού Δημοσίου που «τους φορτώθηκε» ή την «έκρηξη της εγκληματικότητας», μέχρι την αυξημένη ανεργία των ντόπιων), οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εντάχθηκαν τελικά ισότιμα στην ελληνική κοινωνία μέσα από μια διαδικασία επίπονη και γεμάτη συγκρούσεις. (σ.σ: από το diktiospartakos.blogspot.gr)
“Υστερα ήρθε ένα βαπόρι και μας πήρε. Μας έφερε στην καραντίνα. Στην αρχή ούτε ψωμί δεν μας δίνανε. Χώρια μας είχανε, τάχα χολέρα λέγανε.”
“Στην καραντίνα στον Αι-Γιώργη, δύο κοπέλες που πήγαν να τους κόψουν τα μαλλιά ρίχτηκαν στην θάλασσα”
Ξέρεις ποιο είναι εκείνο που θυμάμαι και μου σκίζει τα φυλλοκάρδια; Ο τρόπος της υποδοχής που μας έκαναν εδώ.Όμως, αυτό που είδα εδώ, να είμαστε στην αποβάθρα, να είναι γεμάτη από κόσμο και να βλέπεις γυναίκα, μάνα, να έχει ένα σκοινί με πέντε παιδιά δεμένα ένα ένα για να τα’ χει δίπλα της να μην τα χάσει, και να είναι γυμνή και αυτή και τα παιδιά να κλαίνε, να μην λένε “μαμά ψωμί”. Που θα το’ βρισκε; Αλλά να κλαίνε τα μωρά και αυτή να τα αγκαλιάζει και να περνάει ένας με το ψαθάκι του και να λέει: “Ααα, κοίτα χάλια, κοίτα χάλια! Μωρέ καλά σας κάνανε οι Τούρκοι”. Φυσικά τον σκοτώσανε από το ξύλο. Πέσανε γυναίκες πάνω του γιατί ήταν όλο γυναικόπαιδα, επειδή τους άντρες τους κράτησαν στη Μικρασία. ”
Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων, κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.