Στο διάστημα από 14 έως 27 Μαΐου του 1944, στο ορεινό χωριό Κορυσχάδες της Ευρυτανίας, διεξήχθησαν οι εργασίες ενός εκλεγμένου, λαϊκού αντιπροσωπευτικού σώματος, μοναδικού στη νεοελληνική ιστορία. Πρόκειται για το Εθνικό Συμβούλιο, τη λαϊκή δηλαδή Βουλή, του μαχόμενου για την απελευθέρωσή του από τη φασιστική κατοχή ελληνικού λαού.
Λίγους μήνες νωρίτερα, στις 10 Μαρτίου του 1944, είχε συγκροτηθεί η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η γνωστή Κυβέρνηση του Βουνού. Στην ιδρυτική της πράξη η ΠΕΕΑ προέβλεπε, μεταξύ άλλων, και το εξής: «Η Επιτροπή, πιστεύοντας πως η δύναμή της πηγάζει από το Λαό και από το Λαό αντλούνται όλες οι εξουσίες, θα συγκαλέσει στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα Εθνικό Συμβούλιο που θα αποτελεστεί από αντιπροσώπους του Λαού εκλεγμένους ελεύθερα.
Ολες οι ενέργειες της Επιτροπής καθώς και η ίδια η σύστασή της θα τεθούν κάτω από την κρίση του Εθνικού Συμβουλίου που θα ’ναι και μόνο αρμόδιο να αποφασίσει για τη σύνθεσή της και για τον παραπέρα τρόπο της λειτουργίας και τη δράσης της» (ΠΕΕΑ: «Δελτίο Πράξεων και Αποφάσεων», αριθμός φύλλου 1, 12/3/1944). Ας δούμε, επομένως, πώς εκλέχτηκε το Εθνικό Συμβούλιο.
Η ΠΕΕΑ ρύθμισε τα βασικά πρακτικά ζητήματα εκλογής και σύγκλησης του Εθνικού Συμβουλίου με τις Πράξεις 1 και 6 («Δελτίο Πράξεων και Αποφάσεων», αριθμός φύλλου 2/17-3-1944 και 3/20-3-1944) αν και ακολούθησαν και άλλες Πράξεις που αντιμετώπισαν τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην πορεία της προετοιμασίας των εκλογών.
Σε ό,τι αφορά την εκλογή των εθνοσυμβούλων, καθορίστηκαν βασικά δύο τρόποι. Ο ένας ήταν η άμεση εκλογή με ψηφοδέλτιο από το οποίο ο ψηφοφόρος μπορούσε να διαγράψει και να αντικαταστήσει με άλλον έναν ή και περισσότερους υποψηφίους.
Ο δεύτερος τρόπος αφορούσε την εκλογή σε δύο στάδια όπου: στο πρώτο στάδιο εκλέγονταν εκλέκτορες μέσα από τις συνελεύσεις των κατοίκων των χωριών και των συνοικισμών των πόλεων, καθώς και μέσα από τις συνελεύσεις των μελών επαγγελματικών, συνδικαλιστικών, πολιτικών, πολιτιστικών, επιστημονικών και άλλων οργανώσεων. Στο δεύτερο στάδιο, οι εκλέκτορες συγκροτούσαν σώμα για να εκλέξουν τους εθνικούς συμβούλους.
Εντούτοις, στα ζητήματα της εκλογής -λόγω και των συνθηκών- υπήρξε αρκετή ελαστικότητα. Ετσι, οι λαϊκές οργανώσεις είχαν δυνατότητα τροποποίησης της διαδικασίας ανάλογα με τις δυνατότητες που υπήρχαν, δεδομένου ότι εκλογές δεν έγιναν μόνο στις ελεύθερες αλλά και στις κατεχόμενες περιοχές.
Στην Αθήνα για παράδειγμα, αποφασίστηκε να ψηφίσει ο λαός απευθείας, χωρίς να μεσολαβούν ενδιάμεσοι εκλέκτορες, με ψηφοδέλτια που καταρτίστηκαν βάσει των προτάσεων που κατέθεσαν οι μαζικές, λαϊκές οργανώσεις. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία δόθηκε δικαίωμα ψήφου στους νέους των 18 ετών και στις γυναίκες.
Οι εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο έγιναν στις 23 Απριλίου του 1944 και υπολογίζεται ότι ψήφισαν περίπου 1.800.000 ψηφοφόροι (απ’ αυτούς, περίπου, 300.000 στην Αθήνα). Δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθούν εκλογές στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης εξαιτίας της μεγάλης τρομοκρατίας που επικρατούσε, στην Κρήτη και στα νησιά -πλην της Εύβοιας και της Λευκάδας-, γιατί δεν έφτασε έγκαιρα εκεί η εγκύκλιος της ΠΕΕΑ. Εξελέγησαν συνολικά 184 εθνοσύμβουλοι.
Σ’ αυτούς προστέθηκαν και 22 βουλευτές από τη Βουλή του 1936 οι οποίοι απέκτησαν το δικαίωμα του εθνοσυμβούλου με απόφαση της ΠΕΕΑ. Σημειώνουμε ότι η Πράξη 6, στο άρθρο 19 όριζε: «Οι βουλευτές της Γ’ Αναθεωρητικής Βουλής του 1936 μπορούν να είναι αυτοδικαίως μέλη του Εθνικού Συμβουλίου, εφόσον δηλώσουν συμμετοχή μέχρι τη μέρα της σύγκλησής του. Οι δηλώσεις συμμετοχής στέλνονται στον Γραμματέα των Εσωτερικών της Πολιτικής Επιτροπής».
Η σύγκληση
Το Εθνικό Συμβούλιο άρχισε τις εργασίες του στις 14 Μαΐου 1944 στις 2 μ.μ. Χώρος εργασιών ορίστηκε το σχολείο των Κορυσχάδων, στην είσοδο του οποίου μια επιγραφή έδινε το ιστορικό στίγμα και την ιστορική συνέχεια: «ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ 1821 ».
Σύμφωνα με όσα είπε στην εισήγησή του ο γραμματέας (υπουργός με τη γνωστή ορολογία) Εσωτερικών της ΠΕΕΑ, Γ. Σιάντος, η κατανομή των εθνοσυμβούλων κατά περιοχή ήταν η εξής: «Αττικοβοιωτία και Εύβοια 41, Ηπειρος 14, Θεσσαλία 22, Στερεά Ελλάδα 23, Μακεδονία 40, Πελοπόννησος 44. Σύνολο 184.
Στην ίδια εισήγηση ο Γ. Σιάντος έδωσε και την κοινωνική σύνθεση των 176 παρόντων εθνοσυμβούλων η οποία είχε ως εξής: «4 καθηγητές Πανεπιστημίου, 1 της Ανωτάτης Εμπορικής, 8 στρατηγοί, 23 εργάτες, 5 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 20 δημόσιοι και υπάλληλοι οργανισμών και τραπεζών (σύνολο μισθωτών 48), 5 βιομήχανοι, 23 αγρότες, 9 δημοσιογράφοι, 15 γιατροί, 25 δικηγόροι, 6 στρατιωτικοί, 4 κληρικοί, 1 μηχανικός, 1 εργολάβος, 2 γεωπόνοι, 1 αρχαιολόγος, 10 παιδαγωγοί – δάσκαλοι και καθηγητές, 4 καπετανέοι, 3 δικαστές, 3 επαγγελματίες, 7 χημικός και 1 συμβολαιογράφος» («Εθνικό Συμβούλιο – περιληπτικά πρακτικά της πρώτης συνόδου του», έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας, 1988, σελ. 122-123).
Ο όρκος των Εθνοσυμβούλων
«Ορκίζομαι, ότι θα εχτελώ πιστά τα καθήκοντά μου, σαν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της Πατρίδας μου και του Ελληνικού λαού. Ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία, για την απελευθέρωση της χώρας μου απ” το ζυγό των καταχτητών, ότι θα υπερασπιστώ παντού και πάντοτε τις λαϊκές ελευθερίες και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα για τη λευτεριά του και για τα κυριαρχικά του δικαιώματα».
«Διακήρυξη Δικαιωμάτων»
Η κορυφαία ίσως στιγμή των εργασιών του Εθνικού Συμβουλίου ήταν η έγκριση του ιστορικού ψηφίσματος, του καταστατικού χάρτη δηλαδή της ελεύθερης και λαοκρατούμενης Ελλάδας. Στο ιστορικό αυτό ντοκουμέντο -που έφερε τον τίτλο «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του κάθε Ελληνα Πολίτη»- μπήκαν οι βάσεις για μια μεταπολεμική, λαϊκή ελληνική δημοκρατία, με πραγματικό κυρίαρχο τον ελληνικό λαό.
«Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται από το Λαό. Η Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη είναι θεμελιώδεις θεσμοί του δημοσίου βίου των Ελλήνων», υπογραμμιζόταν στο άρθρο 2. Ακόμη, μέσα από το ψήφισμα καθιερώθηκε η ισότητα των δύο φύλων.
Ολοι οι έλληνες, άνδρες και γυναίκες, έχουν ίσα πολιτικά και αστικά δικαιώματα», έλεγε το άρθρο 5, ενώ στο άρθρο 4 διακηρυσσόταν πως «οι λαϊκές ελευθερίες είναι ιερές και απαραβίαστες» και «το αγωνιζόμενο έθνος θα τις προστατεύσει από κάθε απειλή, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται
Το ψήφισμα έκανε άλλη μια σπουδαία καινοτομία αναγνωρίζοντας την εργασία ως «βασική κοινωνική λειτουργία» που «δημιουργεί δικαίωμα για την απόλαυση των αγαθών της ζωής». Ετσι, το λιγότερο, αναγνώριζε ως υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει εργασία στους πολίτες του.
Τέλος, με το άρθρο 7 του ψηφίσματος αναγνωριζόταν ότι «επίσημη γλώσσα για όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής και για όλους τους βαθμούς της εκπαίδευσης είναι η γλώσσα του λαού» («Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Β’, σελ. 159-161).
Βέβαια, η ιστορία εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά. Το διάστημα που συνεδρίαζε το Εθνικό Συμβούλιο υπογράφηκε το περιβόητο Σύμφωνο του Λιβάνου. Λίγο αργότερα το ΕΑΜ μπήκε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου. Ακολούθησε η Συμφωνία της Καζέρτας, η απελευθέρωση της χώρας και η είσοδος των αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα με τα γνωστά συνακόλουθα.
Το Εθνικό Συμβούλιο δεν συγκλήθηκε ξανά και η δραστηριοποίηση της ΠΕΕΑ ατόνησε, ώσπου αυτοδιαλύθηκε στις 5/11/1944.