Σαν χθες 88 χρόνια πριν, στις 14 Ιουνίου 1928, στην πόλη Οσάριο της Αργεντινής γεννήθηκε ο Ερνέστο Γκεβάρα γνωστός και ως Che.
Ίσως η “παιδική ηλικία να είναι το πεπρωμένο“, όπως είπε και ο Μεξικανός Σαντιάγκο Ραμίρεθ, που κατά τη διάρκεια της καταγράφονται οι μελλοντικές ενέργειες.
Ο πατέρας του, ο Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς, πολιτικός μηχανικός που παράτησε τις σπουδές του και ασχολήθηκε με χίλιες επιχειρήσεις για να αποτύχει στις περισσότερες, αποβλήθηκε από το Κολέγιο Νασιονάλ, μετά από το χαστούκι που έριξε στο Χορχέ Λουί Μπόρχες, αφού ο τελευταίος τον είχε καρφώσει σ’ ένα καθηγητή “γιατί δεν τον άφηνε να διαβάσει”.
Η μητέρα του η Σέλια ντε λα Σέρνα, ένθερμη καθολική που μεταστράφηκε στο φιλελευθερισμό της Αριστεράς, διατηρώντας από τον αρχικό καθολικισμό τη δύναμη των παθών. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έκοψε τα μαλλιά της αλά γκαρσόν, κάπνιζε και καθόταν δημοσίως με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, πράγμα που αποτελούσε το αποκορύφωμα της φεμινιστικής πρωτοπορίας στο Μπουένος Άιρες
Καλλιεργημένοι, λίγο μποέμ, προοδευτικοί, άθεοι, κληρονόμοι μιας ολιγαρχίας που τους φαινόταν παθητική και υποκριτικά θεοσεβούμενοι το ζεύγος Γκεβάρα – Ντε λα Σέρνα επρόκειτο να μεταδώσει στα παιδιά του το πνεύμα της περιπέτειας, το πάθος για τα γράμματα, την ανεμελιά, στοιχεία που ο Ερνέστο θα μετέτρεπε σε λάβαρα για τη ζωή του.
Τρία χρόνια αργότερα μετά από ένα μπάνιο στο ποτάμι, ο Ερνέστο αρχίζει να βήχει. Το άσθμα έχει ξεκινήσει. Μια από τις πρώτες λέξεις που μαθαίνει ο μικρός Ερνέστο είναι “ένεση”, είναι αυτό που ζητάει όταν έρχεται η κρίση. Το άσθμα και οι επιχειρήσεις του δον Ερνέστο αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της ζωής τους. Η μία μετακόμιση διαδέχεται την άλλη προσπαθώντας να ξεφύγουν από το άσθμα. Καταλήγουν στην Αλταγκράσια, μια μικρή ορεινή κωμόπολη της επαρχίας της Κόρδοβας, με κλίμα ξηρό όπου ο Ερνέστο θα ζήσει μέχρι τα δεκαεπτά του.
Η Σέλια του μαθαίνει να διαβάζει γιατί δεν μπορούσε να παρακολουθεί κανονικά τα μαθήματα στο σχολείο. Στα εννιά του παρουσιάζεται μια βαριά επιπλοκή στην αρρώστια του και το οξυγόνο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπισή της. Ο ίδιος αντιστέκεται. Ο πατέρας Γκεβάρα διηγείται: “Κατόπιν ιατρτικής συμβουλής, εγώ είχα πάντα εύκαιρο ένα μεγάλο ασκό οξυγόνο, έτσι, που κάθε φορά με το που έφτανε η δύσκολη στιγμή της κρίσης του βήχα , να του δίνω να εισπνεύσει μια δόση οξυγονωμένου αέρα.Εκείνος δεν ήθελε να συνηθίσει σ’ αυτήν την πανάκεια και κρατιόταν όσο περισσότερο μπορούσε, αλλά όταν πια δεν άντεχε άλλο, μελανιασμένος από την ασφυξία, άρχιζε να χοροπηδάει πάνω στο κρεβάτι και μου έδειχνε με το δάκτυλο το στόμα του για να του δώσω αέρα. Το οξυγόνο τον ηρεμούσε πάντα”
Στα δέκα του δεν του φτάνει να υπομένει την αρρώστια και να διαβάζει στο κρεβάτι. Ξεκινάει ένα προσωπικό πόλεμο ενάντια στους περιορισμούς του άσθματος: περίπατοι χωρίς άδεια, βίαια παιχνίδια … Αναπτύσσει μια έφεση στον κίνδυνο, για την αναζήτηση του ρίσκου, για τις ακραίες καταστάσεις.
Το άσθμα δε θα επιτρέψει στον Ερνέστο να φοιτήσει κανονικά στο σχολείο. Σύμφωνα με τη μητέρα του “Φοίτησε κανονικά μόνο στη δευτέρα και στην τρίτη τάξη, ενώ την τετάρτη, την πέμπτη και την έκτη πήγαινε όποτε μπορούσε. Τα αδέλφια του του αντέγραφαν τις εργασίες και εκείνος πήγαινε όποτε μπορούσε”
Στα δεκατέσσερα γράφεται στο Λύκειο Ντέα Φούνες στην Κόρδοβα, σχολείο δημόσιο και φιλελεύθερο, αντί να πάει στο σχολείο όπου σπούδαζαν τα παιδιά της αριστοκρατίας και εκεί γνωρίζει τους αδελφούς Γκρανάδο: τον Τομάς που είναι συμμαθητής του και τον Αλμπέρτο που είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος του και σπουδάζει ιατρική. Μπαίνει στην ομάδα ράγκμπι “οι Σπουδαστές” και παίζει λες και εξαρτάται η ζωή του από το παιχνίδι. Πολλές φορές αναγκάζεται να βγει από το γήπεδο για να χρησιμοποιήσει την αναπνευστική του συσκευή ενάντια στο άσθμα. Το παρατσούκλι του “Φουσέρ” (μανιασμένος Σέρνα). Παράλληλα, όπου κι να βρίσκεται διαβάζει. Περιπετειώδη μυθιστορήματα, έργα δράσης, ταξιδιωτικά βιβλία αλλά και ψυχολογία, ποίηση, φιλοσοφία και θαυμάζει το Γκάντι.
Ο Ερνέστο θα αποδειχθεί ένας μη τυπικός Αργεντινός για πολλούς λόγους με κυριότερο ίσως την αδυναμία του να διακρίνει το τάνγκο από τα άλλα είδη λαϊκής μουσικής. Για να χορέψει, πράγμα που συνέβαινε σπάνια χρειάζεται να του λένε οι φίλοι του για τι κομμάτι πρόκειται: τάνγκο, φοξ.
Η επιλογή των σπουδών αποτελεί έκπληξη. Τελειώνει το Λύκειο και μετακομίζει στο Μπουένος Άιρες όπου γράφεται στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου, παρόλο που τα κύρια ενδιαφέροντά του είναι η φιλοσοφία, η φιλολογία και η ψυχολογία. Ίσως η πρακτική του ιδιοσυγκρασία κυριαρχεί επί των παθών.
Συμβαίνει όμως ένα γεγονός που ανατρέπει τα σχέδια του. Η αρρώστια και ο θάνατος της γιαγιάς του, με την οποία ήταν πολύ δεμένος, και ίσως η εμπειρία του με το άσθμα τον κάνουν να πάρει μια ριζοσπαστική απόφαση: να σπουδάσει ιατρική.
Ο Τσε υπήρξε από τον καιρό της πρώτης νιότης του ένα τυχοδιώχτης, περιπλανόμενος και ρομαντικός. Εισβολέας σε ξένη γη, αλεξιπτωτιστής σε άγνωστες περιοχές, πιστός μιας ηθικής των αισθημάτων που κυριαρχούσαν πάνω στα σκοτεινά όρια της λογικής. Αυτές οι τρεις μεγάλες αρετές, με διαφορετικές αποχρώσεις, ημερεμένες από την εμπειρία και τις ήττες τον συνόδευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του
Πηγή: Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο “ΕΡΝΕΣΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ, γνωστός και ως ΤΣΕ”, Εκδόσεις Κέδρος, 2005
http://kaistriotis.blogspot.gr