Θέματα για την Ελληνική Γλώσσα
Του Γιώργου Μπαμπινιώτη Ι Ιζημα ( < αρχ. ἵζημα < ἵζω «κατακάθομαι»∙ πρβλ. καθ-ίζω, καθ-ιζάνω – καθ-ίζηση, συν-ιζάνω – συνίζηση) = κατακάθι π.χ. «Στον παραδοσιακό καφέ, σε αντίθεση με τον γαλλικό, τον αμερικάνικο ή τον εσπρέσο, μετά το βράσιμο μέσα σε νερό παραμένει πάντα ένα ίζημα από καφέ στον πάτο τού φλιτζανιού» Ιθύνων (αρχαία λέξη, μετοχή [ίθύνων, -ουσα, -ον] τού ἰθύνω «κατευθύνω» < ἰθύς «ευθύς»· στον Όμηρο χρησιμοποιείται το επίρρημαἰθύς αντί τού ομορρίζου εὐθύς) = αυτός που κατευθύνει, που καθοδηγεί…