Ελληνική γλώσσα: Ξέρεις τι σημαίνουν; (μερικές λέξεις-Γ’ μέρος)

0

Π

Παλαίφατος

(αρχαία λ. < πάλαι + φατός «ειπωμένος» (φάσκω)) = φημισμένος από παλιά, πανάρχαιος
π.χ. «Είχαμε την ευκαιρία να ξεναγηθούμε στον παλαίφατο ναό τού Αγίου Πέτρου στη Ρώμη»

Παρωνύμιο

(< παρά + -ωνύμιο < αρχ. όνυμα = όνομα∙ πρβλ. τοπωνύμιο)
= παρατσούκλι, παρανόμι
π.χ.«Πολλά οικογενειακά ονόματα έχουν προέλθει από παρωνύμια»

Περιδεής

(αρχαία λ. περιδεής < περὶ + δέος «φόβος»· ομόρριζα: ενδεής, ψοφοδεής)
= έντρομος, περίφοβος
π.χ. «Παρουσιάστηκε μπροστά τους περιδεής, ζητώντας να τον λυπηθούν, γιατί δεν έφταιγε ο ίδιος»

Περίτριμμα

(αρχαία λ., αρχικώς «κατάλοιπο τριβής, απολειφάδι», < περιτρίβω «τρίβω ολόγυρα» < περί + τρίβω. Ήδη από την Αρχαιότητα η λ. χρησιμοποιήθηκε μειωτικά για πρόσωπα)
=(κακόσημο) απόβρασμα τής κοινωνίας, σκουπίδι, κάθαρμα.
π.χ. «O γηραιός πολιτικός αποφάνθηκε: ήταν όλοι τους γελοίοι, περιτρίμματα
π.χ.«Ο παλαίμαχος εκδότης αποκαλούσε όσους έκαναν σκανδαλοθηρικά ρεπορτάζ «περιτρίμματα τής δημοσιογραφίας»!»

Πλησίστιος

( < αρχ. πλησίστιος < πλησ- (πίμπλημι «γεμίζω» πβ. πλήρης, πλήθος) +  ἱστίον «πανί πλοίου» )
= πλέω με φουσκωμένα τα πανιά, ολοταχώς
π.χ. «Με την αφροσύνη των υπευθύνων οδηγούμεθα πλησίστιοι στη χρεωκοπία»

Πομφόλυγες

(αρχαία λέξη ἡπομφόλυξ, τῆςπομφόλυγος< πομφός «φυσσαλίδα – φουσκάλα»)
= αερολογίες, ανοησίες
π.χ. « Έγινε αντιληπτό από το ακροατήριο ότι όσα έλεγε ήταν πομφόλυγες χωρίς καμία τεκμηρίωση»

Πορίζομαι

(αρχαία λ., μεσοπαθητικός τύπος τού πορίζω  < πόρος (αρχικώς «πέρασμα, διάβαση», κατόπιν «έσοδα, προμήθειες»). Το μεσοπαθητικό πορίζομαι απαντά εξαρχής με τη σημασία «προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι»)
=αποκτώ, αποκομίζω.

π.χ. «Το δικαστήριο απαγόρευσε την κατάσχεση τού φορτηγού του, επειδή αυτό ήταν το μέσο με το οποίο ο οφειλέτης ποριζόταν τα αναγκαία».
π.χ. «Οι κηφήνες και τα κοινωνικά παράσιτα προσπαθούν να πορίζονται τα προς το ζην από την εργασία των άλλων».
π.χ. «Ο Δημήτρης Νουλάς ήτο πτωχός εργάτης, μόνον πλούτον έχων την αξίνην, τον λίσγον [=σκαλιστήρι] και τας δύο χείρας του διά των οποίων ειργάζετο, εντίμως ποριζόμενος τα έξοδα τής ημέρας».    (Ανδρέας Καρκαβίτσας)

Προσφυής

(αρχαία λ. προσ-φυής<προσ-φύομαι «φύομαι πάνω σε κάτι»·ομόρριζα: ευ-φυής, συμ-φυής, μεγαλο-φυής, αυτο-φυής)
= κατάλληλος, αρμόζων, εύστοχος, επιτυχής
π.χ. «Με άμεσες προσφυείς ενέργειες κατόρθωσε να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που πήγε προς στιγμήν να επικρατήσει»

Ρ

Ρέκτης

(αρχαία λέξη ῥέκτης < ῥέζω «πράττω» από τη ρίζα Fεργ- στην οποία ανάγονται ομόρριζα όπως έργ-ο, εργ-άτης, εργ-αλείο, όργ-ανο κ.ά., καθώς και ξένες λέξεις όπως αγγλ. work «εργασία», γερμ. Werk κ.ά.)
= δραστήριος, ακούραστος
π.χ. «Ο προϊστάμενός του τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο υπάλληλό του, ως ρέκτη που συνεχώς προβληματίζεται και δημιουργεί εμπνέοντας και τους συναδέλφους του»

Ρύμη – εν τη ρύμη τού λόγου

(αρχ. ῥύμη «ροή»∙ ομόρριζο τού ἐρύω «σύρω» και τού ρυτίδα)
= στη ροή τού λόγου
π.χ. «Εν τη ρύμη τού λόγου και χωρίς καμία πρόθεση είπε κάτι που τον προσέβαλε»

Σ

Σεισάχθεια

(αρχαία λέξη σεισάχθεια «κατάργηση χρεών» < σείω «αποτινάζω» + ἄχθος «βάρος»· ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία [6.1.3.-2.6] αναφέρει για τον Σόλωνα «καὶ νόμους ἔθηκε καὶ χρεῶν ἀποκοπὰς ἐποίησε, καὶ τῶν ἰδίων καὶ τῶν δημοσίων, ἅςσεισάχθειαν καλοῦσιν, ὡς ἀποσεισάμενοι τὸ βάρος»)
= κατάργηση των χρεών (διά νόμου)
π.χ. «Το παράδειγμα τής κατάργησης χρεών διά νόμου (στην πραγματικότητα τού «κουρέματος” των χρεών) το έδωσε ο Σόλων, αποσκοπώντας στο να ανακουφίσει τους Αθηναίους από τους αδίστακτους τοκογλύφους και τις επαχθείς ποινές στους οφειλέτες»

Σεμνύνομαι

( < σεμνός < *σεβ-νός, ομόρριζο τού σέβ-ας)
= υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι
π.χ. «Η πόλη μας σεμνύνεται ότι έχει αναδείξει πλήθος επιστημόνων και άλλων διακεκριμένων μελών τής χώρας»

Σκαλάθυρμα

(μεσαιωνική λέξη < αρχ. σκαλαθύρω «σκάβω» < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω», με επίδραση τής αρχαίας λέξης ἄθυρμα«παιχνίδι, αντικείμενο για παιχνίδι»)

= πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο μικρής σημασίας

π.χ. «Το νομοσχέδιο αυτό, χωρίς καμιά σοβαρή επεξεργασία, αποτελεί ένα σκαλάθυρμα χωρίς αξιώσεις νομικής εγκυρότητας ή πιθανότητες να υπερψηφισθεί στη Βουλή»

Σόλοικος

(αρχαία λέξη σόλοικος < Σόλοι, αποικία των Αθηναίων στην Κιλικία, τής οποίας οι κάτοικοι φέρονταν ως ομιλητές τής Ελληνικής με πολλά συντακτικά λάθη· από το σόλοικος το ρήμα σολοικίζω κι από αυτό ο σολοικισμός «συντακτικό λάθος»)
= (κακόσημο) αυτός που παρεκκλίνει γλωσσικά (ιδίως στο συντακτικό) και, κατ’ επέκταση, ο ανάρμοστος, ο αποκλίνων, ο απρεπής
π.χ. «Θα ήταν σόλοικο να αγνοήσουμε τις δυσκολίες των ανθρώπων και να τους κατηγορήσουμε για τεμπελιά, όταν είναι γνωστό πως όλοι δούλευαν αδιαμαρτύρητα, δημιουργικά και εκτός ωραρίου»

Συμπαρομαρτούντα, τα

(αρχ. τὰ συμπαρομαρτοῦντα, μετοχή σε ουδέτερο πληθυντικού τού συμπαρομαρτώ «συνοδεύω, επακολουθώ» < σύν + παρά + ὁμαρτῶ [< ὁμοῦ + ἀρ-(ἀραρίσκω «αρμόζω, συνάπτω») + -τος]
= παρακολουθήματα, επακόλουθα, αυτά που έρχονται μαζί με κάτι
π.χ. «Ό,τι ζει σήμερα ο ελληνικός λαός είναι τα συμπαρομαρτούντα μιας αλόγιστης πολιτικής που στηριζόταν στην υπερχρέωση τού κράτους»

Συνάδει

( < αρχ. συνάδω < συν + άδω «τραγουδώ μαζί – συμφωνώ»)
= αρμόζει, ταιριάζει
π.χ. «Μια τέτοια πολιτική δεν συνάδει με τις διακηρύξεις περί αξιοκρατίας»

Τ

ταλανίζω

(αρχαία λέξη ταλανίζω [αρχική σημ. «αποκαλώ κάποιον ταλαίπωρο»] < τάλας, -ανος «ταλαίπωρος, κακομοίρης». Ομόρριζα από μια αρχική ρίζα τελᾱ- «αντέχω, υποφέρω»: ταλαί-πωρος, τάλαν-το, ταλέντο, ταλαντεύω, ταλαντώνω, τόλ-μη, τολμώ, ανα-τέλλω, ανατολή)
= ταλαιπωρώ, βασανίζω
π.χ. «Το γλωσσικό ζήτημα ταλάνισε την ελληνική κοινωνία επί μακρό διάστημα»

τανάπαλιν

(αρχαία λέξη ἀνάπαλιν < ἀνὰ + πάλιν «ξανά πάλι – πίσω, ανάποδα, αντίστροφα» και με άρθρο τὸ ἀνάπαλιν, απ’ όπου ο τύποςτανάπαλιν. Λειτουργεί ως επίρρημα και συνεκφέρεται συνήθως με τον σύνδεσμο και : και τανάπαλιν. Ανάλογη –περισσότερο αρχαιοπρεπής– είναι και η χρήση τού ομορρίζου τούμπαλιν < αρχαίο τοὔμπαλιν < τὸ ἔμπαλιν)
= (και) αντίστροφα [αντιστοιχεί στη λατινική φράση vice versa «σε θέση αντεστραμμένη», άρα «αντίστροφα»]
π.χ. «Οι ηγέτες πρέπει να εμπνέουν τον λαό και τανάπαλιν (και τούμπαλιν), ο λαός πρέπει να εμπνέει τους πολιτικούς»

Τεκμαίρομαι

( < αρχ. τέκμαρ «σημείο, απόδειξη», πρβλ. τα ομόρριζα τεκμαρτό [εισόδημα], τεκμήριο)

= συμπεραίνω, συνάγω∙ χρησιμοποιείται συχνά στο γ΄ πρόσωπο τεκμαίρεται = συμπεραίνεται, συνάγεται, προκύπτει

π.χ. «Από πού τεκμαίρονται όλοι αυτοί οι καλοθελητές ότι η Ελλάδα πάει για πτώχευση;»

π.χ. «Από τις εισηγήσεις των ειδικών τεκμαίρεται ότι πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα»

Τιτρώσκω

(αρχαία λ., αρχικώς «τραυματίζω, πληγώνω», που συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. τείρω «τρυπώ» και με ευρεία ετυμολογική οικογένεια, στην οποία ανήκουν οι λ. τέρμα, τρίβω, τερηδόνα, τρωτός, τραύμα, τόρνος, τρυπώ, τα σύνθετα διά-τρητος και διά-τορος  κ.ά. Σήμερα χρησιμοποιείται μόνο στους συνοπτικούς και συντελικούς χρόνους [έτρωσα, ετρώθη, έχει τρωθεί] ή στη μετοχή παθητικού  αορίστου τρωθείς)
=τραυµατίζω, πληγώνω.

π.χ. «Οι φήμες περί δωροδοκίας δικαστών έτρωσαν το κύρος τής Δικαιοσύνης».
π.χ. «Η μάχη δόθηκε σε δύσκολη συγκυρία για τη χώρα, κατά την οποία έχει τρωθεί ουσιαστικά η αξιοπιστία της».
π.χ. «Οι καταθέσεις δύο αυτοπτών μαρτύρων έτρωσαν καίρια το άλλοθι που είχε επικαλεστεί ο κατηγορούμενος».
ΦΡ.  ο τρώσας και ιάσεται
=αυτός που προκάλεσε το τραύµα θα το θεραπεύσει· (µτφ.) όποιος προκάλεσε τη ζηµιά θα την αποκαταστήσει.
«Να αναζητήσετε τις ευθύνες σε εκείνους που προκάλεσαν αυτή την αναταραχή και να αναλάβουν οι ίδιοι να διορθώσουν την κατάσταση· ο τρώσας και ιάσεται!»

Τύρβη

< αρχ. τύρβη «αναστάτωση, αταξία»∙ ομόρριζο: τυρβάζω)
= θόρυβος, ταραχή, βαβούρα
π.χ. «Δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τύρβη τής πρωτεύουσας και πήγε να ζήσει στην επαρχία»

Υ

Υετός

(< αρχ. ὕει «βρέχει» + –ετός [παγ-ετός, συρφ-ετός])
= βροχή
π.χ. «Στο χθεσινό μετεωρολογικό δελτίο έγινε λόγος για υετό στην περιοχή τής Αττικής».

Υπολανθάνει

(αρχαία λέξη ὑπολανθάνει < ὑπὸ + λανθάνω [< λαθ- : λάθ-ος, λάθ-ρα, λήθ-η, α-ληθ-ής κ.ά.])
= υποκρύπτεται, υποβόσκει, υπάρχει κάτι χωρίς να είναι φανερό
π.χ. «Στη σχέση τους υπολανθάνει μια καχυποψία που δεν αφήνει να μιλούν καθαρά ο ένας στον άλλο»

Υπώρεια

(αρχ. ὑπώρεια < ὑπό + ὄρος, με -ω- λόγω τής συνθέσεως)
= οι πρόποδες τού βουνού
π.χ. «Το χωριό μας βρίσκεται στις υπώρειες τού Παρνασσού».

Φ

Φενάκη

(αρχ. λέξη με αρχική σημασία «περούκα» < αρχ. φέναξ «απατεώνας»)
= απάτη, ψέμα, κοροϊδία
π.χ. «Τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν φενάκη για τους κατοίκους πως δήθεν υπάρχει χρυσός στην περιοχή»

Φίλερις

(αρχ. λέξη < φιλο- + ἔρις «διχόνοια, φιλονικία»)

= καβγατζής, εριστικός

π.χ. «Ενώ είναι πολύ ικανός, εργατικός και καταρτισμένος υπάλληλος, είναι φίλερις, μαλωμένος με όλους»

Φληναφήματα

(αρχαία λέξη < φληναφῶ «φλυαρώ»)
= ανοησίες, σαχλαμάρες
π.χ. «Οι αναλύσεις που πρότειναν αποτελούν φληναφήματα που δεν μπορει να λαμβάνονται σοβαρώςυπόψιν»

Φλοίσβος

( αρχαία λέξη, από μια ρίζα *φελ- «φουσκώνω, διογκώνομαι», με ομόρριζα τα φλέβα, φαλλός, φλύαρος, φλύκταινα κ.ά.)
= ελαφρός παφλασμός (τής θάλασσας)
π.χ. «Κάθονταν σ’ ένα καφενεδάκι στην παραλία συζητώντας, με υπόκρουση τον φλοίσβο τού γιαλού».

Φρούδος

(αρχαία λέξη φροῦδος < (φράση) πρὸ ὁδοῦ με αρχική σημασία «αυτός που έχει προχωρήσει και δεν φαίνεται πια», άρα «χαμένος, μάταιος»)
= μάταιος, ανώφελος
π.χ. «Και οι ελπίδες και οι προσπάθειες να ορθοποδήσει η επιχείρησή του αποδείχθηκαν τελικά φρούδες και οδηγήθηκε σε χρεοκοπία»

Χ

Χαίνω

(ελληνιστική λ., από το θέμα τής οποίας σχηματίστηκαν οι λ. χάννος (είδος ψαριού) και αχανής. Συνδέεται με το αρχ. ομόρριζο και συνώνυμο χάσκω)
= ανοίγω διάπλατα, είμαι διάπλατα ανοιχτός· χάσκω, έχω ή σχηματίζω χάσμα.
π.χ. «Δυστυχώς, οι πληγές τής ανθρωπότητας, που ο Ουγκό πίστευε ότι θα κλείσουν τον 20ό αιώνα, χαίνουν ακόμη».
π.χ. «Η Ελλάδα επούλωνε τις πληγές τού Εμφυλίου που έχαιναν ακόμα, όταν κάθε σπίτι είχε από τους «μεν» ή από τους «δε», κάποια και από τους δύο».
ΦΡ. χαίνουσα πληγή
= 1. ανοικτή πληγή, τραύμα που δεν έχει κλείσει 2. (μτφ.) πρόβλημα ή δυσάρεστη κατάσταση που δεν επιδέχεται λύση ή βελτίωση.
π.χ. «Παρά τα ευχολόγια και τις γενικόλογες υποσχέσεις, η ανεργία παραμένει μία από τις χαίνουσες πληγές τής κοινωνίας και τής οικονομίας μας».

Χαμερπής

(< αρχ. χαμερπής < χαμαί «χάμω» + ἕρπω)
= αυτός που σέρνεται χάμω, χαμηλού επιπέδου, μικροπρεπής
π.χ. «Πρόκειται για πολύ χαμερπή άνθρωπο που πρέπει να τον αποφεύγεις».

Ψ

Ψαύω

(αρχαία λ., αρχικώς «αγγίζω, ψηλαφώ», που ίσως εντάσσεται στην ευρεία ετυμολογική οικογένεια τού ρήματος *ψήω «τρίβω, λειαίνω» (βλ. ψήγμα). Από τον αόριστο ἔψαυσα > ἔψαξα σχηματίστηκε στη μεσαιωνική γλώσσα το ρήμα ψάχνω)
=αγγίζω (κάτι) ελαφρά, το περιεργάζομαι με τις άκρες των δαxτύλων· ψηλαφώ, ψαχουλεύω.
π.χ. «Είχε είκοσι ολόκληρα χρόνια να επισκεφτεί το εγκαταλελειμμένο πατρικό του. Ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του, καθώς οι άκρες των δαχτύλων του έψαυαν τα σκασίματα τής μπογιάς στους τοίχους».
π.χ. «Με το χέρι του έψαυσε το τραύμα, προσπαθώντας στα τυφλά να εκτιμήσει τη σοβαρότητά του».
(μτφ.)
π.χ. «Η παρούσα σειρά δοκιμίων έρχεται να ψαύσει δύσκολα ζητήματα και να αναδείξει τις όχι αυτονόητες πλευρές τους»

Ψιμυθίωση

(νεότ. παράγωγη λέξη < ψιμυθιώνω < αρχ. ψιμυθιῶ < αρχ. ψιμύθιον «άσπρη σκόνη βαφής προσώπου για καλλωπισμό, στολίδι, καλλώπισμα». Ομόρριζα: ψιμυθιωτής, ψιμυθιστής, ψιμυθιολόγος)
= μακιγιάζ, στολισμός προσώπου
π.χ. «Η ψιμυθίωση στο θέατρο είναι παλιά υπόθεση και δεν αφορούσε μόνο στις γυναίκες αλλά και στους άνδρες».

Ω

Ώσμωση

(νεότ. λέξη, αντιδάνειο από το αγγλ. end-osmosis < ἔνδον + ὠσμός [< ὠθῶ] + -ωσις [πβ. αιμάτ-ωσις, ί-ωσις], με παράλειψη τού endo-. Η ετυμολογική προέλευση τής λέξης (από το ὠθῶ) δείχνει ότι η ορθογραφία της είναι με ω- [όχι όσμωση. Ομόρριζα : άπ-ωση, άν-ωση, ἐξ-ωση, εξ-ώστης, προ-ώθ-ηση, συν-ωστισμός κ.ά.]
= η διάχυση στοιχείων μέσα σε άλλα, αλληλεπίδραση
π.χ. «Η μακρά συνύπαρξη και συνεργασία αυτών των λαών οδήγησε και σε μια ώσμωση των πολιτισμών τους, φανερή στα έργα τέχνης»

ΔΕΙΤΕ και τα άλλα 2 μέρη…

Ελληνική γλώσσα: Ξέρεις τι σημαίνουν; (μερικές λέξεις-Α’)

Ελληνική γλώσσα: Ξέρεις τι σημαίνουν; (μερικές λέξεις-Β’ μέρος)

 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.