Ι
Ιζημα
( < αρχ. ἵζημα < ἵζω «κατακάθομαι»∙ πρβλ. καθ-ίζω, καθ-ιζάνω – καθ-ίζηση, συν-ιζάνω – συνίζηση)
= κατακάθι
π.χ. «Στον παραδοσιακό καφέ, σε αντίθεση με τον γαλλικό, τον αμερικάνικο ή τον εσπρέσο, μετά το βράσιμο μέσα σε νερό παραμένει πάντα ένα ίζημα από καφέ στον πάτο τού φλιτζανιού»
Ιθύνων
(αρχαία λέξη, μετοχή [ίθύνων, -ουσα, -ον] τού ἰθύνω «κατευθύνω» < ἰθύς «ευθύς»· στον Όμηρο χρησιμοποιείται το επίρρημαἰθύς αντί τού ομορρίζου εὐθύς)
= αυτός που κατευθύνει, που καθοδηγεί άλλους (τι να πράξουν κ.λπ.)
π.χ. «Ιθύνων νους όλης τής κίνησης για τα δικαιώματα τής γυναίκας στην Ελλάδα υπήρξε η Καλιρρόη Παρέν»
Ιλαρός
(αρχαία λ. ἱλαρός < ἱλάσκομαι «εξιλεώνω, εξευμενίζω» (από όπου προέρχεται το ουσιαστικό ἱλασμός «εξιλέωση, μέσο κάθαρσης»), το οποίο συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. ἵλεως «ευμενής, ευνοϊκός»)
= αυτός που χαρακτηρίζεται από χαρά και ευθυμία· φαιδρός, εύθυμος, χαρωπός· (συχνότερα ειρωνικά για κάτι αστείο).
π.χ. «Εάν δημιουργήθηκε ιλαρή διάθεση από κάποιους, ζητώ συγγνώμη και αναλαμβάνω εξ ολοκλήρου την ευθύνη.
π.χ. «Η δύσκολη αυτή κατάσταση είχε, όμως, και την ιλαρή της πλευρά».
«Τού κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή. (Κώστας Καρυωτάκης)
Διαβάστε και το Α’ μέρος: Ελληνική γλώσσα: Ξέρεις τι σημαίνουν; (μερικές λέξεις-Α’)
Κ
Καθεύδω
( < κατά + εὕδω «κοιμάμαι»)
= κοιμάμαι
π.χ. «Η ηγεσία τού υπουργείου καθεύδει, όταν είναι πασιφανές ότι πρέπει να αναληφθούν αμέσως δραστικά μέτρα.»
Καταυγάζω
(αρχαία λ. καταυγάζω < κατὰ + αὐγάζω «φωτίζω» <αὐγή)
= φωτίζω έντονα, ρίχνω πολύ φως
π.χ. «Το πνεύμα καταυγάζει την αρχαία ελληνική τέχνη»
Κνώδαλο
(αρχαία λ. κνώδαλον «άγριο ζώο που δαγκώνει» < κνωδ- [κν-ιδ- (κνίδη «τσουκνίδα, κνησμός «φαγούρα»] + – αλονή < κνώδ-ων «αιχμή» < *κυνώδων «κυνόδοντας»)
= ανόητος, τιποτένιος
«Ξεγελαστήκαμε κι αναθέσαμε το δύσκολο και υπεύθυνο αυτό έργο σ’ ένα κνώδαλο που οδήγησε το εγχείρημα σε πλήρη αποτυχία»
Κομπορρημονώ
(μεσαιωνική λ. κομπορρημονῶ (-εῖς) < μεσαιων. κομπορρήμων, -ονος «καυχησιολόγος, καυχησιάρης» < αρχ. κόμπος«καύχηση, μεγαλαυχία» (πβ. κομπάζω) + –ρρήμων < αρχ. ῥῆμα «λόγος, ρήση», πβ. επίσης μεγαλο-ρρήμων > μεγαλορρημονώ)
= εκφράζομαι με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου και τις ιδιότητές μου· καυχώμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ, υπεραίρομαι
π.χ. «Όταν εκομπορρημονούμε ότι αναβαθμίζουμε τη ναυτική εκπαίδευση, δεν μπορεί με τις πράξεις μας να δείχνουμε το αντίθετο».
π.χ. «Πώς γίνεται να πεθαίνουν οι άνθρωποι αβοήθητοι στους διαδρόμους των νοσοκομείων την ίδια ώρα που ο αρμόδιος υπουργός κομπορρημονεί για το επίπεδο των νοσοκομείων μας;»
Κοπετός
(αρχαία λέξη κοπ-ετός < κόπτω + -ετός [πβ. τοκ-ετός, παγ-ετός])
= θρήνος, οδυρμός, γοερό κλάμα με χτυπήματα στο στήθος
π.χ. «Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος τού παλληκαριού, θρήνος και κοπετός ακούγονταν από το σπίτι τής οικογένειάς του»
Λ
Λάκτισμα
( < λακτίζω «κλοτσώ» < αρχ. λάξ «με το πόδι», πρβλ. τη φράση πυξ λαξ «με γροθιές και κλοτσιές»)
= κλοτσιά, χτύπημα με το πόδι
= σέντρα + (μεταφορ.) έναυσμα (στο ποδόσφαιρο, στη φράση «εναρκτήριο λάκτισμα»)
π.χ. «Στις πολεμικές τέχνες διδάσκονται διάφορα είδη λακτισμάτων»
π.χ. «Το εναρκτήριο λάκτισμα για τις ταραχές που ακολούθησαν δόθηκε από τα προσβλητικά λόγια τού ομιλητή για την παράταξη»
Λειμώνας
(αρχαία λ. λειμών, -ῶνος «ανθηρό λιβάδι»∙ ομόρριζα λίμνη, λιμήν, -ένος. Ήδη την ελληνιστική εποχή η λ. χρησιμοποιείται επίσης με τη σημασία «ανθολόγιο, συλλογή λέξεων ή φράσεων»)
= το λιβάδι
π.χ. «Στους αλπικούς λειμώνες θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η χρήση ορυκτών λιπασμάτων και συνθετικών φυτοφαρμακευτικών προϊόντων»
π.χ. «Οι περισσότεροι αθλητικοί ίπποι εκτρέφονται συνήθως σταβλισμένοι σε εγκαταστάσεις που δεν έχουν πρόσβαση σελειμώνες»
«Με το λύχνο τού άστρου
στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων
στη μόνη ακτή τού κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου
το τετράφυλλο δάκρυ!»
(Οδυσσέας Ελύτης)
Λυσιτελής
(αρχαία λέξη λυσιτελής, -ής, -ές < φράση λύειν τὰ τέλη «πληρώνω τα τέλη», άρα –κατά την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατική αντίληψη τής ισοτέλειας– «καθίσταμαι επωφελής, χρήσιμος [για το κοινωνικό σύνολο]»)
= επωφελής, χρήσιμος, τελεσφόρος
π.χ. «Ακολούθησε μια εξαιρετικά λυσιτελή για το κοινωνικό σύνολο πολιτική, που αναγνωρίστηκε από όλους».
Μ
Μακαριστός
(αρχαία λ., αρχικώς «αυτός που θεωρείται ή αποκαλείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος», < μακαρίζω. Η χρήση τής λ. για αποθανόντες ιερωμένους είναι νεοελληνική [τού 20ού αιώνα]).
= (κυρίως για αποθανόντες ιερωμένους) μακαρίτης, εκλιπών, κεκοιμημένος
π.χ. «Χθες τελέστηκε το ετήσιο μνημόσυνο τού μακαριστού αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιακώβου».
π.χ. «Σε πολύ νεαρή ηλικία υπήρξε πολιτικός σύμβουλος τού μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα»
Μέθεξη
(αρχ. μέθεξις < μετέχω < μετὰ + ἔχω∙ η δάσυνση βρίσκεται στον μέλλοντα ἕξω τού ἔχω και σε παράγωγα, όπως ἕξις, ἑξῆς)
= συμμετοχή, ταύτιση
π.χ. «Η προσέγγιση μεγάλων εννοιῶν στη φιλοσοφία ή στη θρησκεία απαιτεί τη μέθεξη τού ενδιαφερομένου»
Μεμψιμοιρία
( < μεμψίμοιρος «παραπονιάρης, γκρινιάρης» < μέμφομαι «κατηγορώ» + μοίρα)
= γκρίνια, παράπονα
π.χ. «Η μεμψιμοιρία του για τους πάντες και τα πάντα προκαλεί ένα πολύ δυσάρεστο κλίμα στον χώρο εργασίας»
Ν
Νωδός
(αρχαία λέξη νωδός < στερητ. νη- [όπως νηνεμία] + ὀδούς, ὀδόντος [το ο τού ὀδούς «δόντι» ετράπη σε ω- λόγω τής συνθέσεως, όπως ἀνωφελής < ἀν- + ὄφελος,ἐπώνυμος < ἐπί + ὄνυμα]
= χωρίς δόντια, φαφούτης
π.χ. «Εμφανίστηκε ένα μεγάλης ηλικίας άτομο, που ήταν και νωδός, έτσι κανείς δεν καταλάβαινε τι λέει»
π.χ. «Χαρακτηριστικό των νωδών είναι η δυσκολία στην προφορά ορισμένων φθόγγων»
Ξ
Ξενηλασία
(αρχαία λέξη ξενηλασία «[στην αρχαία Σπάρτη] η εκδίωξη από την πόλη ξένων, εφόσον θεωρούνταν ανεπιθύμητοι ή επικίνδυνοι για τα σπαρτιατικά ήθη» < ξένος + ἐλαύνω «οδηγώ, θέτω σε κίνηση». Ομόρριζα : επ-ελαύνω – επέλαση, απελαύνω – απέλαση, προ-ελαύνω – προέλαση, ελατός – -ηλασία [ποδ-ήλατο – κωπ-ηλασία], έλασμα, ελαστικός, ελατήριο, έλα)
= απέλαση ξένων, εκδίωξη ή καταδίωξη τού ξενικού ως επικίνδυνου
π.χ. «Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έχει γράψει για το θέμα τής γλωσσικής ξενηλασίας, τής εκδίωξης δηλ. από τη γλώσσα των ξένων λέξεων».
Ξφουλκώ
( < αρχ. ξιφουλκός < ξίφος + -ουλκός < έλκω)
= τραβώ το ξίφος από τη θήκη του, ξεσπαθώνω
π.χ. «Μόλις τού πεις ότι αυτός φταίει, αμέσως ξιφουλκεί και και σού επιτίθεται»
Ο
Όζει
+ γενική (αρχ. λέξη ὄζω «μυρίζω, αναδίδω δυσοσμία» Ομόρριζα : οσμή, οσφραίνομαι)
= μυρίζει, βρομάει, αναδίδει δυσοσμία
π.χ. «Η δήλωση τού βουλευτή όζει εμπάθειας και μικροπρέπειας»
Οθνείος
( < οθν- [παράβαλε έθν-ος] + -είος κατά το αντίθετο οικ-είος)
= ξένος, ξενικός, ξενόφερτος (κυριολεκτικά: «ξένος προς την οικογένεια, από άλλη χώρα»)
π.χ. «Μεταφέρουν στον επιχειρηματικό χώρο οθνείες πρακτικές με άδηλα αποτελέσματα.»
Οίηση
(αρχ. οίηση «γνώμη» < οἴομαι /οἶμαι «νομίζω»)
= μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, έπαρση, αλαζονεία
π.χ. «ʼτομο μικρών δυνατοτήτων αλλά με μεγάλη οίηση που ενοχλούσε τους πάντες»
Οιστρηλατώ
( αρχ. οἰστρηλατῶ < οἶστρος, ο «αλογόμυγα» + -ηλατώ [< ἐλαύνω «κινώ, οδηγώ»∙ πβ. λε-ηλατώ,σφυρ-ηλατώ, ιχν-ηλατώ, ποδ-ήλατο])
= εμπνέω πάθος, ενθουσιασμό, εξάπτω, διεγείρω
π.χ. «Έρχεται στιγμή που ο συγγραφέας νιώθει να οιστρηλατείται ασυγκράτητα στη γραφή τού κειμένου του σαν να τον οδηγεί μια αόρατη δύναμη»
Ορθοέπεια
(αρχαία λέξη ὀρθοέπεια < ὀρθός + ἔπος «λόγος»· ομόρριζα : καλλιέπεια, αρτιέπεια, αμετροέπεια)
= η ορθή χρήση τού λόγου
π.χ. «Έλεγε ότι η ορθοέπεια δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαία προϋπόθεση για να επιτύχει κανείς στο επάγγελμά του»
Ορρωδώ
(αρχαία λέξη ὀρρωδῶ < ὄρρος «γλουτοί, οπίσθια». Η αρχική σημασίαήταν πιθ. «τα κάνω επάνω μου από φόβο». Σήμερα χρησιμοποιείται μόνο στην παγιωμένη φράση«δεν ορρωδώ προ ουδενός» που χρησιμοποιείται κυρίως με αρνητική χροιά)
= πτοούμαι, υποχωρώ από φόβο, τρομάζω
π.χ. « Είναι ικανός για όλα. Έχει δείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός
ΔΕΙΤΕ και τα άλλα 2 μέρη…
Ελληνική γλώσσα: Ξέρεις τι σημαίνουν; (μερικές λέξεις-Α’)
Ελληνική γλώσσα: Ξέρεις τι σημαίνουν; (μερικές λέξεις-Γ’ μέρος)