Μία μέρα πριν από την δημοσίευση του κατηγορητηρίου σε σύσκεψη που είχαν ο Πάγκαλος και τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής αποφασίσθηκε οριστικά να αρχίσει η δίκη την Δευτέρα 31 Οκτωβρίου στην αίθουσα της Βουλής στην οδό Σταδίου. ( σ.σ. Η Παλαιά Βουλή που στεγάζει σήμερα το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Ακόμη ανακοινώθηκε ότι τα πρακτικά της δίκης θα δίνονται στον Τύπο με κυβερνητικό δελτίο «απαγορευομένης της αλλοιώσεως των εν αυτώ», όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά.
του Γιώργου Καραγιάννη-www.imerodromos.gr
Την παραμονή της δίκης οι οκτώ «μεγάλοι ένοχοι» Δημήτριος Γούναρης , Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Γεώργιος Χατζανέστης , Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός μεταφέρονται από τις φυλακές Αβέρωφ στο κτίριο της Βουλής όπου θα παραμείνουν σε όλη τη διάρκεια της .
Η αίθουσα των επίσημων πρακτικών της Βουλής είχε μετατραπεί σε κοιτώνα ενώ η παραπλεύρως αίθουσα της αντιπολίτευσης σε χώρο επαφής με τους συνηγόρους τους. Παράλληλα έγιναν και σημαντικές μετατροπές στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής: «Η έδρα του Προεδρείου επεξετάθη κατά τα δύο άκρα και επλατύνθη εις τρόπον ώστε να περιλαμβάνη τον πρόεδρον , τους στρατοδίκας και τους αναπληρωματικούς στρατοδίκας (…) Το βήμα της Βουλής αφηρέθη. Η βάσις του μόνον παρέμεινε ίνα επ’ αυτής ανέρχωνται οι μάρτυρες (…) Εις απόστασιν τεσσάρων βημάτων από της έδρας των δικαστών , ευρίσκονται εν ημικυκλίω τα εδώλια των κατηγορουμένων , τα οποία είνε ακριβώς εκείνα επί των οποίων εκάθηντο οι υπουργοί , οι νυν κατηγορούμενοι…» έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Απειλή για νέες κατηγορίες
Παράλληλα με τις προετοιμασίες για τη μεγάλη δίκη η ανακριτική επιτροπή συνέχιζε το έργο της και η απειλή απαγγελίας νέων κατηγοριών παρέμενε για αρκετά από τα στελέχη του προηγούμενου καθεστώτος. Ένας απ αυτούς ήταν και ο πρώην αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παρά το ότι η κατάθεσή του στην επιτροπή ήταν επιβαρυντική τόσο για τους πολιτικούς όσο και για τον Χατζανέστη και τον πρίγκηπα Ανδρέα.. Στα πανομοιότυπα (λόγω του αυστηρού ελέγχου του Τύπου ) ρεπορτάζ των εφημερίδων της 31ης Οκτωβρίου αναφέρονταν συγκεκριμένα: «Κατά τινας πληροφορίας εκ της ανακρίσεως του πρίγκηπος Ανδρέου προέκυψαν στοιχεία επιβαρυντικά δια τον πρώην αρχιστράτηγον της Στρατιάς Μικράς Ασίας κ. Παπούλαν , εις τον οποίον ο πρίγκηψ επέριψεν την ευθύνην της αποτυχίας της επιχειρήσεως του Σαγγαρίου. Κατόπιν τούτου δεν είναι απίθανον να διατυπωθή κατηγορία και εναντίον του κ. Παπούλα» («Σκρίπ» , 31.10. 1922). Την ίδια μέρα τέθηκε σε κατ οίκον κράτηση ο πρώην υπουργός Κ. Τερτίπης γιατί έστειλε τηλεγράφημα στον κρατούμενο Δ. Γούναρη το οποίο θεωρήθηκε υπονομευτικό της Επαναστατικής Επιτροπής ενώ εξετάστηκαν από το μέλος της ανακριτικής επιτροπής συνταγματάρχη Καλογερά ο πρώην πρωθυπουργός Τριανταφυλλάκος και ο πολιτευτής Καρασεβδάς.
Δίκη με «εισιτήριο εισόδου»
Εκείνο το παγωμένο πρωινό της Δευτέρας 31 Οκτωβρίου 1922 στο κτίριο της Βουλής επί της οδού Σταδίου δεν έπεφτε καρφίτσα. Από νωρίς στη μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων , στα θεωρεία , τα παρακείμενα γραφεία και τους διαδρόμους επικρατούσε το αδιαχώρητο. Στα πρόσωπα των στρατιωτικών και των πολιτών που έχουν καταλάβει τα βουλευτικά έδρανα και τις θέσεις στα θεωρεία μέσα σε απόλυτη ησυχία, είναι φανερή η συναίσθηση της ιστορικότητας εκείνων των στιγμών. Κάθε κίνηση ελέγχεται αυστηρά από νεαρούς αξιωματικούς και στρατιώτες με εφ όπλου λόγχη. Όσοι βρίσκονται μέσα στο κτίριο πρέπει να έχουν το «εισιτήριο εισόδου» που εκδίδει καθημερινά το «Έκτακτον Επαναστατικόν Δικαστήριον».
Στις 9 ακριβώς οι στρατοδίκες καταλαμβάνουν τις θέσεις τους και ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος απευθύνεται στο ακροατήριο: «Κατά το άρθρον 110 της Ποινικής Στρατιωτικής Νομοθεσίας οι παρακολουθούντες την δίκην πρέπει να ίστανται εν σιωπή και ασκεπείς. Δεν δύνανται να προβαίνουν ούτε εις αποδοκιμασίαν ούτε εις επιδοκιμασίαν . Έχω την απόφασιν να ενεργήσω μετ αυστηρότητος και να διατάξω την σύλληψιν και παραπομπήν εις δίκην κατά τον νόμον παντός παρεκτρεπομένου…».
Στη συνέχεια δίνει την εντολή: «Να εισαχθούν οι κατηγορούμενοι».
Η «παράλληλη δίκη»
Όλα όσα δραματικά συμβαίνουν εκείνες τις μέρες και ως το τέλος της δίκης δεν περιορίζονται στην αίθουσα του Στρατοδικείου. Σε μικρή απόσταση από τη Βουλή , στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στην έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται η αιγυπτιακή πρεσβεία, διεξάγεται μια «παράλληλη δίκη». Παρά την απόφαση για αυστηρή τιμωρία τα μέλη της επιτροπής Πλαστήρας, Γονατάς, Σακελλαρόπουλος, Χατζηκυριάκος μαζί με τον Πάγκαλο και άλλους αξιωματικούς συσκέπτονται συνεχώς. Ακόμη η τύχη των κατηγορουμένων δεν έχει κριθεί τελεσίδικα παρά τις συνεχείς πιέσεις από τα στρατόπεδα όλης της χώρας. Οι πιέσεις των πρεσβευτών των συμμάχων είναι μεγάλες.
Η αγγλική πρεσβεία που βρισκόταν τότε στην πλατεία Κλαυθμώνος είναι το κέντρο των εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων που προσπαθούν να σώσουν τη ζωή των «οκτώ». Κεντρικό πρόσωπο σ’ αυτή την προσπάθεια ο πρεσβευτής σερ Φράνσις Λίντλευ ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τον υπουργό Εξωτερικών λόρδο Κώρζον. Ο Λίντλευ ασκεί συνεχείς πιέσεις στον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη και στις επαφές που έχουν μιλάει με γλώσσα ωμή . Χαρακτηρίζει τη δίκη «σκηνοθεσία» και απαιτεί να μην γίνουν εκτελέσεις. Ανάλογα κινούνται και οι πρεσβευτές της Γαλλίας , της Ρουμανίας και της Ιταλίας.
Πυρετός διαβουλεύσεων και όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στο Λονδίνο , το Παρίσι , την Λωζάνη εκεί όπου κινείται ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Παράλληλα εντείνεται και ο προπαγανδιστικός πόλεμος. Δίπλα στα λογοκριμένα πρακτικά σ όλες τις εφημερίδες συνεχίζεται η δημοσίευση εγγράφων των ανακρίσεων που προηγήθηκαν. Τα δίνει στη δημοσιότητα το Γραφείο Τύπου της Επαναστατικής Επιτροπής και αποδεικνύουν την ενοχή των κατηγορουμένων. Η δημοσίευσή τους είναι υποχρεωτική και χωρίς περικοπές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Η τελευταία πράξη της Μικρασιατικής Τραγωδίας- Η δίκη των Έξι (Α’-Εισαγωγή )
Η δίκη των Έξι (Γ’) : «Το ηθικόν των στρατιωτών ήτο μειωμένον»
Δίκη των Έξι: (Δ’) «Παιδαριώδης σκοπός η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης»
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: Δεύτερη μέρα της δίκης- Η κατάθεση του στρατηγού Παπούλα επιβαρυντική για τους κατηγορούμενους – «Οι στρατιώται εκουράσθησαν»