Καταχρηστικές και παράνομες χρεώσεις των τραπεζών.Ποιές είναι και πώς φεσώνουν τους δανειολήπτες

0

Η διαμάχη πολιτών – επιχειρήσεων με τις τράπεζες για παράνομες υπερχρεώσεις και καταχρηστικούς όρους είναι ιστορία δεκαετιών. Σωρεία αποφάσεων των εφετείων της χώρας και του Αρείου Πάγου δικαιώνουν τους προσφεύγοντες, αλλά οι τράπεζες συνεχίζουν τη τακτική τους.

Του Γιώργου Δαλιάνη*

Με το παρόν κείμενο επιθυμούμε να καταθέσουμε την εμπειρία μας από τους οικονομικούς ελέγχους δανείων  (Auditing) που έχουμε διενεργήσει, για εντοπισμό παράνομων χρεώσεων εκ μέρους των τραπεζών με σκοπό τη διεκδίκηση της  διαγραφής τους. Όσον αφορά την προσπάθεια των Τραπεζών για προσθήκη επιπλέον χρεώσεων σε κάθε πιθανή ενδοσυμβατική ενέργεια, η φαρέτρα τους μοιάζει ανεξάντλητη. Εμείς λόγω ευσύνοπτου μήκους κειμένου θα σταθούμε στις κυριότερες μεθοδεύσεις και ίσως τις πλέον κοστοβόρες για τους δανειολήπτες. Είναι πάμπολλες οι φορές όπου δανειολήπτες μας προσέγγισαν ισχυριζόμενοι πως ενώ είχαν συμφωνήσει σε τελική αποπληρωμή ενός ποσού Χ, εν τέλει κατέληγαν να βρίσκονται χρεωμένοι με το ποσό Χ προσαυξημένο κατά αρκετές χιλιάδες ευρώ.



Για την προστασία των δανειοληπτών από την υπέρμετρη διόγκωση των δανείων και την εξ αυτού του λόγου αδύνατη αποπληρωμή, έχουν τεθεί από την νομοθεσία σημαντικοί περιορισμοί. Κεφαλαιώδους σημασίας και γενικής ισχύος είναι η διάταξη με τίτλο «Οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα», παράγραφος 1 του άρθρου 39 του Ν.3259/2004 σύμφωνα με την οποία:

«η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες  συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα δεν δύνανται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού».

Η προαναφερθείσα διάταξη αφορά κάθε είδους δάνειο ή πίστωση χορηγηθείσα από πιστωτικό ίδρυμα, ανεξαρτήτως του σκοπού για το οποίο χορηγήθηκε (καλύπτονται επιχειρηματικά, στεγαστικά , καταναλωτικά κλπ.). Η διάταξη αυτή οριοθετεί την μέγιστη επιτρεπόμενη οφειλή από ένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής στο τριπλάσιο  του αρχικού κεφαλαίου που έλαβε ο δανειολήπτης. Με βάση τη γραμματική ερμηνεία του νόμου συμπεραίνουμε πως στο τριπλάσιο συμπεριλαμβάνονται προσαυξήσεις από κάθε δυνατή πηγή.

Σύμφωνα δε με την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου «καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος».




Παρά λοιπόν την υπάρχουσα νομοθεσία η οποία τουλάχιστον επιβάλλει ένα μέγιστο επιτρεπόμενο όριο στην ασυδοσία των τραπεζών, εντούτοις αυτό δεν είναι αρκετό. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να συμπεριλαμβάνονται σε υποσημειώσεις ή άλλους όρους της δανειακής σύμβασης πληροφορίες οι οποίες είτε δεν είναι εύκολα αντιληπτές και κατανοητές είτε είναι εκ της φύσεώς τους καταχρηστικές και άρα άκυρες. Η ακυρότητα των όρων αυτών προκύπτει από την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (281 ΑΚ).

Με βάση την εμπειρία μας και με την σταχυολόγηση των περιστατικών που έχουμε αντιμετωπίσει μπορούμε να πούμε πως οι συνηθέστερες παράνομες ή καταχρηστικές ρήτρες που επιβάλλουν οι τράπεζες στους δανειολήπτες είναι οι εξής:

  • Η γνωστή πάγια τακτική των τραπεζών μεταβολής των επιτοκίων χωρίς καμία ειδοποίηση των δανειοληπτών και χωρίς αναφορά στους λόγους διαμόρφωσής τους, σύμφωνα με κάποια καταχρηστική υποπαράγραφο της σύμβασης.
  • Ο μονομερής καθορισμός των ημερών δέσμευσης και διαθεσιμότητας του χρηματικού ποσού με μετάθεση της έναρξης τοκοφορίας (περίπτωση valeur).
  • Ο παράνομος ανατοκισμός χωρίς συγκεκριμένους όρους. Ο ανατοκισμός χωρίς όρους δεν είναι σύννομος γιατί ο Αστικός Κώδικας προϋποθέτει ύπαρξη σύμβασης και συμφωνία των συμβαλλόμενων στο δάνειο για να επιβληθούν τόκοι επί των τόκων (άρθρο  361). Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν.2601/1998 , από την ημερομηνία ισχύος του καθιερώνεται ο κατ  ελάχιστο εξάμηνος ανατοκισμός τόκων.
  • Παράνομος εκτοκισμός με χρήση χρονικής βάσης ημερολογιακού έτους 360 αντί 365 ημερών. Σχετική απόφαση Αρείου Πάγου 430/2005. Δυστυχώς οι τράπεζες παρά τις αλλεπάλληλες καταδίκες συνεχίζουν τη συγκεκριμένη παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά.
  • Επιβάρυνση των δανείων με τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του ν.128/75 (0,60%) που ως φόρος απαγορεύεται να ανατοκίζεται. Στον τοκισμό και ανατοκισμό μπορούν να προστεθούν για συνυπολογισμό κεφάλαια και τόκοι. Οποιαδήποτε τέλη και φόροι εξαιρούνται.
  • Τα γνωστά σε όλους έξοδα φακέλου. Έχει κριθεί ως παράνομος ο καταλογισμός των πάσης φύσεως εξόδων διαχείρισης των δανείων που αφορούν τις τράπεζες και επιρρίπτονται στους πιστούχους ,πχ εξώδικο ή δικαστικό έξοδο που η τράπεζα θα δαπανήσει για την αναγκαστική είσπραξη τυχόν απαιτήσεων.

Σε συγκεκριμένο παράδειγμα που αντιμετωπίσαμε, όπου ο δανειολήπτης είχε λάβει κεφάλαιο 250.000 ευρώ, το σύνολο των χρεώσεων οι οποίες σχετίζονταν είτε με παράνομο ανατοκισμό είτε με άλλα έξοδα και χρεώσεις σε βάθος δεκαετίας, ανήλθε στις 145.000 ευρώ.



Σε κάθε περίπτωση και με πάσα βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι οι μεγαλύτερες επιβαρύνσεις προκύπτουν από την καταχρηστική αλλαγή των επιτοκίων.  Με την είσοδο της χώρας μας στο καθεστώς επιτήρησης (μνημόνια) λόγω της κρίσης, οι τράπεζες απαίτησαν την αύξηση των επιτοκίων. Στη συνέχεια, και παρά την επιτυχή ολοκλήρωση των ανακεφαλαιοποιήσεων, δεν αποκατέστησαν την δανειοληπτική τάξη επαναφέροντας τα επιτόκια στο αρχικό τους  ύψος αλλά τα διατήρησαν στα ίδια υψηλά επίπεδα, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τους πιστούχους τους οι οποίοι βρίσκονταν υπό καθεστώς κυμαινόμενου δανείου.

Για τα ζητήματα αυτά των καταχρηστικών και παράνομων χρεώσεων έχουν αποφανθεί πριν από εμάς δικαστήρια όπως το ΣτΕ.

Σημείωση: Ένα σπουδαίο θέμα το οποίο έχουμε αναδείξει σε παλιότερη αρθρογραφία μας και φυσικά θα επανέλθουμε , είναι η διαιώνιση της ευθύνης του εγγυητή ακόμα και όταν η τράπεζα δεν επιδιώκει την ικανοποίηση της οφειλής από τον δανειολήπτη.

*O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός

Το κέιμενο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο « Εμπόδια στην αναδιάρθρωση των δανείων με καταχρηστικές χρεώσεις των τραπεζών» στην ιστοσελίδα www.artion.gr

 



 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.