Παρακολουθώντας τις εξελίξεις και την πορεία των πραγμάτων στην οικονομία, καθ’ όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου στη χώρα μας, διαπίστωσα ότι το νούμερο 1 πρόβλημα και η σημαντικότερη επίπτωση, που έχει προκληθεί από τη μακροχρόνια και σταθερή εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις, είναι η διόγκωση των οφειλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, τόσο προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα (τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις/ιδιώτες).
του Κωνσταντίνου Β. Κόλλια*
Μια διόγκωση, που οφείλεται σε πραγματικά αίτια (ουσιαστική αδυναμία αποπληρωμής λόγω συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος από την υπερφορολόγηση, την πτώση της κατανάλωσης και το υφεσιακό περιβάλλον), αλλά και σε πλασματικά, καθώς οι κατ’ επάγγελμα (γνωστοί και ως στρατηγικοί) κακοπληρωτές βρήκαν πεδίον δόξης λαμπρόν και προχώρησαν σε στάση πληρωμών (για πολλούς και διαφόρους λόγους).
Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, εντοπίσαμε και αναδείξαμε έγκαιρα, ως Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, την ανάγκη να υπάρξει μια συνολική ρύθμιση όλων αυτών των οφειλών, διαπιστώνοντας ότι όλες οι αποσπασματικές ρυθμίσεις οφειλών απέτυχαν παταγωδώς, ώστε να πάρουν ανάσα οι οφειλέτες και να επανεκκινήσει σταδιακά η οικονομία. Οπερ και εγένετο.
Η νομοθέτηση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών δημιούργησε ουκ ολίγες προσδοκίες σε κοινωνία και επιχειρείν.
Το πλαίσιο λειτουργίας του συγκεκριμένου μηχανισμού, που περιλαμβάνει «κούρεμα» προσαυξήσεων και τόκων υπερημερίας, και σαφές και σύντομο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης της διαδικασίας, δίνει μια δεύτερη ευκαιρία επανένταξης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων στην αγορά, για όσες εξ αυτών κριθούν βιώσιμες βάσει του επιχειρησιακού πλάνου και της πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών, που θα παρουσιάσουν, αφού τους προσφέρει δυνατότητα αναχρηματοδότησης των δανείων τους και παύση μέτρων από τους πιστωτές.
Ολα αυτά, όμως, που στα αυτιά όλων ακούγονται κάτι παραπάνω από ευχάριστα, ισχύουν –στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων– μόνο στα χαρτιά. Ή, αν θέλετε διαφορετικά, είναι πολύ δύσκολο να βρουν εφαρμογή, γιατί απαιτούν πλήθος χαρτιών και γραφειοκρατικών διαδικασιών, που συχνά οδηγούν στην ουσία σε ακύρωση των όποιων ευεργετημάτων θα μπορούσαν να έχουν οι δυνητικά υπαγόμενοι. Ενας ακόμη λόγος είναι γιατί πολλοί επιχειρούν διά της πλαγίας οδού να μεγιστοποιήσουν το όφελός τους, ακόμη και αν αυτό δεν προκύπτει από πουθενά.
Επιπλέον, κάποιος ιθύνων νους αποφάσισε να αφήσει εκτός διαδικασίας σε ό,τι αφορά τα χρέη τους προς τράπεζες και ιδιώτες πιστωτές, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τη στιγμή που το 67% των δανείων των συγκεκριμένων επαγγελματιών είναι μη εξυπηρετούμενα.
Οι παρακάτω περιπτώσεις είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτικές:
Το πλάνο ταμειακών ροών, που σχεδόν όλοι παρουσιάζουν, δείχνει ότι η κάθε επιχείρηση χρειάζεται 120 δόσεις ώστε να είναι βιώσιμη. Την ίδια στιγμή, όμως, ο αξιολογητής στην τράπεζα κάνει το ακριβώς αντίθετο, όπως και πρέπει: Καταρτίζει ένα πλάνο ροών, όπως αυτές προκύπτουν από τη συνολική δραστηριότητα της εταιρείας, και από αυτό, το οποίο περισσεύει ως θετική ροή, υπολογίζει τις δόσεις (δηλαδή το ύψος αυτών και τη διάρκεια αποπληρωμής τους).
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ρευστοποιήσεις. Αν μια εταιρεία ρευστοποιήσει ένα ακίνητό της, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως καθίσταται βιώσιμη στο μέλλον (όπως πολλοί επιδιώκουν να παρουσιάσουν). Κι αυτό, γιατί ο αξιολογητής της τράπεζας καταγράφει τις ροές της εταιρείας μόνο με βάση τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, και από εκεί καταλήγει στο Probability of Default ή το z-score, δηλαδή το αξιόχρεο της εταιρείας. Στη συνέχεια, υπολογίζει το ύψος της θετικής επίδρασης της ρευστοποίησης, στον συγκεκριμένο –στιγμιαίο–, όμως, χρόνο.
Πολύ απλά, πρώτα αξιολογείται η βιωσιμότητα και από αυτή την αξιολόγηση προκύπτουν ο αριθμός των δόσεων και το «κούρεμα» των προσαυξήσεων και των τόκων υπερημερίας.
Γι’ αυτό και ο νόμος μιλάει για δυνατότητα έως 120 δόσεων και 95% «κουρέματος».
Οχι εξ ορισμού αυτά τα επίπεδα για όλους.
Συνεπώς, αυτό που πρέπει όλοι να θυμούνται είναι ότι:
Δεν υπάρχει προκαθορισμένος αριθμός δόσεων και το 120 είναι το πλαφόν. Είναι καθοριστική η αξιολόγηση της βιωσιμότητας, για την οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός. Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας γίνεται από τις τράπεζες και γι’ αυτό είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη η συνδρομή οικονομολόγου, λογιστή και δικηγόρου. Η υπαγωγή στον μηχανισμό συνεπάγεται και την άρση του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, αναβιώνουν τα παλιά χρέη, ενώ η κάθε επιχείρηση έχει μία και μοναδική ευκαιρία αίτησης. Διορθώσεις και λάθη δεν επιτρέπονται.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας είναι πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή
Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας «forolineυζήν».