Την ενθυμούμαι καλά την πρώτη τη φορά που βρέθηκα σε ετούτο το παζάρι -πάνε πια χρόνια. Είχα δει κάμποσες παρόμοιες αγορές στην Τουρκία και σ΄άλλες χώρες της Ανατολής, μα το Κεμέραλτι -έτσι το λένε το μεγάλο παζάρι της Σμύρνης- μου είχε από την πρώτη στιγμή φανεί διαφορετικό.
γράφει ο pigkouinos
Τεράστιο, δαιδαλώδες, χαωτικό. Αλλά και γοητευτικό συνάμα. Συναρπαστικά και καθηλωτικά γοητευτικό.
Το ξεύρω πως πολλοί θα διαφωνήσουν. Θα βρουν κουραστική την ακαταστασία του, θα σχολιάσουν αρνητικά την φθηνιάρικη αισθητική του.
Είναι πράγματι ισοπεδωτική η επέλαση του κινέζικου προϊόντος, είναι καθολική η επικράτηση του πλαστικού, του λαστιχένιου, του νάιλον, του πολυέστερ. Του στρας και του κακόγουστου.
Όχι, δεν μοιάζει πια καθόλου με εκείνο το ανακατωμένο πανηγύρι των πολλαπλών προελεύσεων, δεν είναι πια σημείο συνάντησης των διαφορετικών ταυτοτήτων.
Πάει εχάθη εκείνη η ποικιλότητα. Ουχί μόνο από το τσαρσί, μα και από ολάκερη τη Σμύρνη εδώ και περίπου έναν αιώνα.
Αλλάξανε κι αλλάζουνε τα πράγματα. Πάντα θ’αλλάζουνε όσο κι αν δεν το θέλεις. Πάντα.
Είναι πολλές οι φορές που τόχω περπατήσει αυτό το παζάρι, που του έχω παραδοθεί. Περιπλανώμενος δίχως αίσθηση προσανατολισμού, στα δεκάδες δρομάκια του που στριφογυρίζουν, καμπυλώνουν, διασταυρώνονται και σε βγάζουν παντού και πουθενά.
Χαζεύω τις πραμάτειες των εμπόρων: τις στοίβες με τα τζην παντελόνια, τις πολύχρωμες μαντίλες, τα πουκάμισα, τα ρούχα για εγκύους.
Τις στολές που φοράνε οι μικροί Τούρκοι μετά την περιτομή τους.
Που ντύνονται πριγκιπόπουλα και κυκλοφορούν στο δρόμο με καμάρι, δηλώνοντας τη σημασία τους.
Μα εκείνο που κυρίως βρίσκω συναρπαστικό είναι το μωσαϊκό των ανθρώπων.
Τις εκφράσεις των προσώπων τους.
Τις κινήσεις του σώματός τους.
Τον τρόπο που κάθονται, που στέκονται, που περπατούν.
Το ανακάτωμα βαριεστημάρας και κούρασης. Σε μια καθημερινότητα πολύωρης αναμονής. Για τον επόμενο πελάτη.
Τέσσερις γυναίκες πίσω από έναν πάγκο.
Μια άλλη που προσπαθεί να ξεγελάσει την πλήξη της.
Μια πιο ηλικιωμένη που κοιτάζει τα παιδικά ρούχα στις κρεμάστρες -ίσως για την εγγόνα της.
Δυο φίλοι που συζητούν περιμένοντας να τους σερβίρουν τα τσάγια τους. Με το κινητό να φορτίζεται στην πρίζα.
Δυο γηραιοί μαγαζάτορες χυμένοι θαρρείς απάνω στα σκαμνιά τους. Με το μουστάκι, το φέσι, τα πολυφορεμένα παπούτσια και την αισθητική μιας άλλης εποχής. Τότες που ανεξαρτήτως της κοινωνικής και οικονομικής σου ταυτότητας, επιβαλόταν να φοράς πουκάμισο, σακάκι και υφασμάτινο παντελόνι.
Ένας εργάτης που κοιμάται σκυφτός απάνου στο καρότσι του. Τον κοιτάζω για ώρα. Αναπνέει βαριά, ίσως και να ροχαλίζει τον κάματό του, ενώ τριγύρω του ασταμάτητη η χλαπαταγή των περαστικών και η γκρίνια των μοτοποδηλάτων.
Τρυπώνω μέσα στα παλιά χάνια. Που κάποτες μέναν οι πραματευτάδες που έφταναν εδώ από την Ανατολή κουβαλώντας τα καλούδια τους.
Πολλά από τα χάνια αυτά φιλοξενούνε πια εστιατόρια.
Με χαμηλά καθίσματα, πολύχρωμα τραπεζομάντηλα, αρωματικά μαντηλάκια να σκουπίσεις τα χέρια σου.
Μοιάζουμε σε τόσα, διαφέρουμε σε τόσα.
Μεγάλη συζήτηση, ίσως την κάμουμε κάποια φορά. Έχω κάποιες σκέψεις, προβληματίζομαι, αναθεωρώ και επανέρχομαι.
Το μόνο βέβαιο είναι πως εδώ στη Σμύρνη, στο απέραντο παζάρι της, νιώθω πως δεν είμαι μακριά από εμένα. Σαν να το επερπατούσα πάντοτε αυτό το μέρος, σαν να το ήξευρα πριν το πρωτοσυναντήσω.
Δεν εγγράφονται λέει στο γενετικό σου υλικό οι μνήμες. Δεν τις φέρεις μέσα σου τις αναμνήσεις των όσων δεν έζησες.
Επίτρεψέ μου να σου πω πως λάθος εκτίμηση είναι τούτη και πως οι μνήμες κυκλοφορούνε μέσα σου -όχι στις φλέβες, μα στα συναισθήματά σου.
Δεν είναι η Σμύρνη των διηγήσεων αυτή. Δεν είναι η πόλη με το παλίμψηστο των αναφορών. Δεν είναι η Σμύρνη η Ρωμέικη. Είναι μια μεγαλούπολη τουρκική. Δίχως το άλλο, το διαφορετικό, το ανακατωμένο.
Είναι μια πόλη που βλέπει το Αιγαίο από την άλλη του πλευρά. Σε μια χώρα δύσκολη -πολύ δύσκολη. Που δείχνει αλλά δεν είναι μία. Σε μιαν εποχή που την εφυσσούν ανέμοι πολλοί κι εκείνη η ίδια προκαλεί ακόμα περισσότερους.
Μα οι εποχές αλλάζουν, αναγνώστα. Οι άνθρωποι τριγυρνούν στο τσαρσί, οι τιμές και οι ισοτιμίες ανεβοκατεβαίνουν, οι Σουλτάνοι μπαινοβγαίνουν στα σαράγια τους, οι κρίσεις έρχονται, φεύγουν και ξανάρχονται, οι ζωές διασταυρώνονται και χωρίζουν. Και ξεύρεις τί μένει τελικά; Το παζάρι που έκαμες για να αποκτήσεις εκείνο που λαχτάρησες. Το δούναι και λαβείν σε ένα ατελείωτο, χαωτικό τσαρσί. Γιομάτο με καθημερινότητες.
Πόσο το δίνεις; Πόσο το παίρνεις; Μην πεις πολλά, θα τον ξεκάμεις. Μην πεις και λίγα, θα τον προσβάλεις. Τόσα; Μπα, δώσε κάτι παραπάνω και χαλάλι σου!
πηγή:http://pigkouinos.blogspot.com