Οι όροι αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των επισιτιστικών καταστημάτων (Ανάλυση)

0

1. Πως διαμορφώνονται οι όροι αμοιβής

του Πέτρου Ραπανάκη  (Σύμβουλος επ/σεων σε θέματα εργατικής νομοθεσίας & ανθρ. δυναμικού)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1876/1990 , οι Σ.Σ.Ε., και οι όμοιας εκτάσεως Αποφάσεις Διαιτησίας (Δ.Α.) δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός εάν κηρυχθούν υποχρεωτικές με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.




Η Διαιτητική Απόφαση (Δ.Α.) 2/2019 της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, απέρριψε την έφεση κατά της Δ.Α. (Α΄ΒΑΘΜΙΑ) 7/2018, και την έθεσε σε ισχύ (τη Δ.Α. 7/2018). Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή της Δ.Α. (Α΄ΒΑΘΜΙΑ) 7/2018 είχε ανασταλεί γιατί είχε ασκηθεί έφεση από την εργοδοτική πλευρά, ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διήρκεσε έως ότου εκδόθηκε Διαιτητική Απόφαση από τη δευτεροβάθμια πενταμελή επιτροπή διαιτησίας και πλέον οι όροι της εκδοθείσας Δ.Α. (Β΄ΒΑΘΜΙΑΣ) 2/2019, είναι κανονιστικοί εφόσον υφίσταται αμφιμερής δέσμευση των συμβαλλομένων μερών.

Η εν λόγω Διαιτητική Απόφαση έχει διάρκεια ισχύος από 21/2/2018 – 20/2/2019 και δεσμεύει τα κάτωθι συμβαλλόμενα μέρη:

• Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στον Επισιτισμό – Τουρισμό (Π.Ο.Ε.Ε.Τ.)

• Πανελλήνια Ομοσπονδία Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων (Π.Ο.Ε.Σ.Ε.),

• Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.),

• Ομοσπονδία Επαγγελματοβιοτεχνών Ζαχαροπλαστών Ελλάδος (Ο.Ε.Ζ.Ε.) και

• Ομοσπονδία Καφεπωλών Ελλάδος.

Στο πλαίσιο αυτό, αν σε επισιτιστικό κατάστημα τόσο ο εργοδότης όσο και οι εργαζόμενοι είναι μέλη των οργανώσεων που αναφέρονται στη διαιτητική αυτή απόφαση ως συμβαλλόμενα μέρη, τότε εφαρμόζονται υποχρεωτικά, με κανονιστική ισχύ οι όροι της Δ.Α. 7/2018 και ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών, με μισθό ή με ημερομίσθιο, καθορίζεται από τη συλλογική ρύθμιση που καθορίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας τους.

Στην περίπτωση όμως που είναι μεν σε ισχύ η συλλογική ρύθμιση όπως εν προκειμένω η διαιτητική απόφαση που ρυθμίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των επισιτιστικών καταστημάτων, πλην όμως δεν παράγεται αμφιμερής δέσμευση των μερών (και με δεδομένο ότι δεν έχει κηρυχθεί υποχρεωτική), οι όροι αμοιβής των εργαζομένων καθορίζονται από ατομικές συμβάσεις εργασίας που δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης, κατώτερες από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο. Ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για να παράγεται νομική δέσμευση και να υποχρεούται ο εργοδότης να εφαρμόσει (για τους εργαζόμενούς του) τους όρους αμοιβής και εργασίας μιας συλλογικής σύμβασης που είναι σε ισχύ, είναι τόσο αυτός (ο εργοδότης) όσο και οι εργαζόμενοι, να είναι μέλη των συμβαλλόμενων στη σύναψή τους οργανώσεων (εργοδοτικών και εργατικών αντίστοιχα).

Επισημαίνεται ότι ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο αφορά τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας ( `Αρθρο 103, Ν.4172/2013 ).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι βασικοί μισθοί, τα βασικά ημερομίσθια, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου (πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.1876/1990 ).

Οι έχοντες την ειδικότητα του εργατοτεχνίτη αμείβονται με το ημερομίσθιο και όχι με τον μηνιαίο μισθό των Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 17529/2014). Κατά συνέπεια αν δεν δεσμεύεται ο εργοδότης να εφαρμόσει τους όρους της συλλογικής ρύθμισης των επισιτιστικών καταστημάτων (ΔΑ 7/2018), οι μεν υπάλληλοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό οι δε εργάτες με ημερομίσθιο. Ως γενικό πλαίσιο αναφέρεται ότι ο αμειβόμενος με ημερομίσθιο εργαζόμενος που λογίζεται ως εργατοτεχνίτης, λαμβάνει κάθε μήνα τόσα ημερομίσθια, όσες είναι οι ημέρες και ώρες εργασίας που εργάσθηκε κατά τον υπό εξέταση μήνα.

Για να είναι καλυμμένη η επιχείρηση που δεν εφαρμόζει σύννομα τους όρους αμοιβής και εργασίας της συλλογικής αυτής ρύθμισης, τόσο έναντι των ελεγκτικών οργάνων του Σ.ΕΠ.Ε. και του Ε.Φ.Κ.Α. (τέως Ι.Κ.Α.) σε τυχόν έλεγχο, όσο και έναντι του εργαζόμενου, σε περίπτωση που τυχόν τεθεί θέμα εφαρμογής των όρων της κλαδικής συλλογικής ρύθμισης του προσωπικού των επισιτιστικών καταστημάτων, πρέπει να υπάρχει σχετική έγγραφη βεβαίωση του εργοδότη ότι δεν είναι μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που συμβάλλονται στην ανωτέρω διαιτητική απόφαση (ή να μην προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι είναι μέλη της οικείας συνδικαλιστικής τους οργάνωσης) και ταυτόχρονα στην ατομική σύμβαση εργασίας των μισθωτών πρέπει να αναφέρεται ότι:

• οι μισθολογικοί όροι καθορίζονται από το νόμιμο νομοθετημένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο (ανάλογα αν χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος ή εργάτης αντίστοιχα)

• οι μη μισθολογικοί όροι διέπονται από τις ρυθμίσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.).

2. Πενθήμερο ή εξαήμερο

Η πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία των μισθωτών των επισιτιστικών καταστημάτων, είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση όπου εφαρμόζονται με κανονιστική ισχύ οι ρυθμίσεις της Δ.Α. 7/2018, ήτοι στην περίπτωση που υφίσταται αμφιμερής δέσμευση, δηλαδή όταν τόσο ο εργοδότης όσο και οι εργαζόμενοι είναι μέλη των συμβαλλόμενων στη σύναψη της συλλογικής αυτής ρύθμισης οργανώσεων. Επισημαίνεται ότι στην εν λόγω συλλογική ρύθμιση ορίζεται ότι «Καθιερώνεται πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία με 40 ώρες εργασίας και 2 ημέρες ανάπαυσης σε όλα τα επισιτιστικά καταστήματα» (Παράγραφος Ε, εδάφιο 2 της Δ.Α. 7/2018).

Κατόπιν τούτου, μια επισιτιστική επιχείρηση μπορεί να προσλάβει ένα υπάλληλο και εφόσον δεν θα υφίσταται αμφιμερής δέσμευση των μερών (και κατά συνέπεια μη υποχρέωση εφαρμογής των όρων της συλλογικής ρύθμισης του προσωπικού των επισιτιστικών καταστημάτων), στην ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που θα υπογραφεί από αμφότερους τους συμβαλλόμενους (εργοδότη και εργαζόμενο), είναι δυνατόν να αναγράφεται ότι οι μισθολογικοί όροι θα διέπονται από το νόμιμο νομοθετημένο κατώτατο μισθό του Ν.4093/2012 και οι μη μισθολογικοί όροι από τις ρυθμίσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.). Στο πλαίσιο αυτό βεβαίως και μπορεί να εφαρμοσθεί εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία. Διευκρινίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 42, παρ.4, Ν.1892/1990 που καθιέρωνε 5νθήμερη εβδομαδιαία εργασία για τους μισθωτούς των καταστημάτων αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, Υποπαράγραφος ΙΑ.14. Ν. 4093/12.11.2012, ως εξής: «4. Με Σ.Σ.Ε. μπορούν να καθορίζονται ζητήματα που αφορούν τις ημέρες εβδομαδιαίας απασχόλησης εργαζομένων στα καταστήματα για συνολικό εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο 40 ωρών.».

Κατά συνέπεια η πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία των μισθωτών των επισιτιστικών καταστημάτων, έπαψε να είναι υποχρεωτική βάσει νόμου από 12/11/2012 και εφεξής εφαρμόζεται υποχρεωτικά πενθήμερη απασχόληση μόνο αν υπάρχει δέσμευση εφαρμογής των όρων της Διαιτητικής Απόφασης, διαφορετικά μπορεί να εφαρμοσθεί στο προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία.



3. Η εργασία σε ημέρα Κυριακής ή εξαιρέσιμης εορτής είναι νόμιμη και επιτρεπτή

Με βάση τις ρυθμίσεις του Β.Δ.748/1966, απαγορεύεται εκτός εξαιρέσεων κατά τις Κυριακές, όπως και τις εξαιρέσιμες αργίες, κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία, καθώς και κάθε εν γένει επαγγελματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, καθιερώνεται κατ΄ αρχήν ανάπαυση των εργαζομένων κατά τις Κυριακές, σε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα απαγορευόμενης προς τούτο της εργασίας κατά τις Κυριακές και ημέρες αργίας σε κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία και σε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, εκτός των εξαιρέσεων που ρητά καθορίζονται από το άρθρο 7, Β.Δ. 748/1966. Η εργασία εργαζόμενου σε ημέρα Κυριακής ή εξαιρέσιμης εορτής είναι νόμιμη και επιτρεπτή, προκειμένου για εργαζόμενους σε επισιτιστική επιχείρηση (άρθρο 7 παρ. 1 περ. στ΄ β.δ. 748/1966) και προς τούτο δεν απαιτείται η χορήγηση άδειας από το Σ.ΕΠ.Ε. για απασχόληση κατά τις ημέρες αυτές.

Οι διατάξεις περί υποχρεωτικής αναπαύσεως κατά τις Κυριακές και τις αργίες, δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απασχολουμένων σε επισιτιστικά καταστήματα κ.λπ. (άρθρο 7 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966). Συνεπώς δεν ισχύει η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 10 του Β.Δ. 748/1966 που ορίζει ότι για απασχόληση πέραν των 5 ωρών την Κυριακή πρέπει να δοθεί συμπληρωματική ανάπαυση ρεπό. Για τις επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας δεν τίθεται θέμα ανάπαυσης και η απασχόληση την Κυριακή δεν συνιστά έκτακτη απασχόληση. Στο πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται πενθήμερη ή εξαήμερη απασχόληση (κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο περί πενθήμερης και εξαήμερης απασχόλησης), λογιζόμενης και της Κυριακής ως μιας από τις λοιπές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Διευκρινίζεται ότι ως εβδομάδα νοείται η χρονική περίοδος επτά ημερών με έναρξη την 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη την 24:00 της επόμενης Κυριακής ( άρθρο 2, παρ.7, Π.Δ. 88/1999 ).

Στους εργαζόμενους κατά τις Κυριακές και τις αργίες καταβάλλεται, προσαύξηση του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί του νόμιμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο. Εάν υπολείπεται του νόμιμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα.

Οι παρέχοντες την εργασία τους την νύκτα (από 10 μ.μ. έως 06.00 π.μ. της επομένης ημέρας) μισθωτοί δικαιούνται προσαυξήσεως 25% επί του ωρομισθίου τους, όχι όμως και επιπλέον ωρομίσθιο, πέραν εκείνου, που λαμβάνουν ως μέρος του μηνιαίου μισθού τους ή ημερομισθίου τους εκτός αν πρόκειται παροχή υπερεργασίας ή υπερωριακής εργασίας, οπότε δικαιούνται και το ωρομίσθιο, για κάθε ώρα τοιαύτης εργασίας μετά των νομίμων, αναλόγως της φύσεώς της, προσαυξήσεων.

4. Η κατανομή της 24ωρης συνεχούς αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, ανά περίοδο 7 εβδομάδων η μία από αυτές πρέπει, να εμπίπτει σε ημέρα Κυριακή

Στο άρθρο 10, παρ.3 του Β.Δ. 748/1966 ορίζεται ότι «Στις επιχειρήσεις που επιτρέπεται η κατά Κυριακή εργασία, όπως εν προκειμένω στα επισιτιστικά καταστήματα, η κατανομή της 24ωρης συνεχούς αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο, ώστε ανά περίοδο 7 εβδομάδων η μία από αυτές, κατά τμήμα τουλάχιστον 8ώρου, να εμπίπτει σε ημέρα Κυριακή, εκτός εάν τα εφαρμοζόμενα προγράμματα εργασίας εξασφαλίζουν 7 αναπαύσεις σε ημέρα Κυριακή εντός του έτους κ.λπ.».

Η ανά περίοδο 7 εβδομάδων η μία από αυτές να εμπίπτει σε ημέρα Κυριακή προϋποθέτει συνεχή απασχόληση (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 2039/2009). `Αρα αν η επιχείρηση λειτουργεί λιγότερες από πέντε ημέρες εβδομαδιαία, δεν υποχρεούται κάθε επτά εβδομάδες να χορηγεί μια Κυριακή ρεπό στο προσωπικό που απασχολεί. Συνεπώς για τον εργαζόμενο αυτόν που δεν απασχολείται επί εβδομαδιαίας βάσεως για πέντε ή έξι ημέρες (εργάζεται επί μια, δυο, τρεις ή και τέσσερις ημέρες εβδομαδιαία), δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 10, παρ.3, του ΒΔ 748/1966 με αποτέλεσμα οι ημέρες εργασίας του εβδομαδιαία να παραμένουν σταθερές με συνέπεια να μην δικαιούται αναπληρωματική ανάπαυση για στέρηση ημέρας εβδομαδιαίας ανάπαυσης, με δεδομένο ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 10, παρ.3, του Β.Δ. 748/1966.




5. Διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου

Η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος, τη φύση και τη μορφή της παρεχόμενης εργασίας, δηλαδή από στοιχεία καθαρώς αντικειμενικά, τα οποία συγκροτούν το ουσιαστικό κριτήριο διάκρισης και όχι από τον περιεχόμενο στη ατομική σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο αμοιβής του βάσει όρων αμοιβής & εργασίας της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. με μισθό ή με ημερομίσθιο.

Η διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατών γίνεται με βάση το ουσιαστικό κριτήριο και όχι με βάση το τυπικό, εφόσον δεν υπάρχει διάταξη νόμου, με την οποία να προσδίδεται η συγκεκριμένη ιδιότητα. Αν δηλαδή η εργασία προέρχεται κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας πρόκειται για εργάτη, ενώ αν είναι προϊόν πνευματικής ενέργειας πρόκειται για υπάλληλο.

Το είδος της εργασίας καθορίζεται άμεσα ή έμμεσα με την ατομική σύμβαση εργασίας η οποία ερμηνεύεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 200 και 288 Αστικού Κώδικα).

Ο χαρακτηρισμός πάντως που δίνουν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο.

Σύμφωνα με τη δικαστηριακή νομολογία, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος με την ειδικότητα του μπουφετζή δεν είναι πτυχιούχος σχολής τουριστικών επαγγελμάτων ή αντίστοιχης σχολής του επισιτιστικού κλάδου και δεν εκτελεί καθήκοντα προϊσταμένου σε κάθε περίπτωση νοείται ως παρέχων κατά κύριο λόγο χειρονακτική εργασία και θεωρείται εργάτης (`Αρειος Πάγος 1014/2000). Οι μπάρμαν και οι μπουφετζήδες, που απασχολούνται σε ξενοδοχεία, ακόμη και πολυτελείας και τουριστικά, θεωρούνται υπάλληλοι κατά το τυπικό κριτήριο, ήτοι χωρίς διερεύνηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της εργασίας τους, μόνο εφ΄ όσον έχουν πτυχίο τουριστικής ή ξενοδοχειακής σχολής, ημεδαπής ή αλλοδαπής, και διετή τουλάχιστον υπηρεσία σε ξενοδοχείο.

Ο διανομέας πακέτων τροφίμων επισιτιστικού καταστήματος, σύμφωνα με τη δικαστηριακή νομολογία, έχει κριθεί ότι είναι εργάτης. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι η εργασία αυτή δεν απαιτεί κάποιου είδους εξειδικευμένη εμπειρία και θεωρητική κατάρτιση, με το σκεπτικό ότι τόσο η οδήγηση του δικύκλου, όσο και η γνώση των οδών στις οποίες μετέφερε ο μισθωτός τις παραγγελίες απαιτούν συνήθη εμπειρία μέσου ανθρώπου (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 5064/2011).

Επίσης με την απόφαση του `Αρειου Πάγου 1479/1995, κρίθηκε ότι ο εργαζόμενος με την ειδικότητα του μαγείρου κρίθηκε ότι έχει την υπαλληλική ιδιότητα, αν και στερείτο ανάλογης θεωρητικής μορφώσεως, με το σκεπτικό ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του ασκούσε δράση πολυσχιδή και πολυσύνθετη. Ειδικότερα ήλεγχε και κατηύθυνε την εργασία των μαγείρων και του λοιπού από 30 άτομα προσωπικού (βοηθών μαγείρων, υπηρετικού προσωπικού), παρασκεύαζε διάφορα και ποικίλα εδέσματα σε δυσχερείς και πρωτότυπες συνθέσεις, με ευφυείς συνδυασμούς, προέβαινε στον καταμερισμό της εργασίας των προαναφερομένων προσώπων, χωρίς τη συνδρομή ή τις οδηγίες άλλου προσώπου, παρήγγειλε τα απαιτούμενα εφόδια από την αποθήκη και διηύθυνε την καθαριότητα της κουζίνας.

Τέλος, ο «ψήστης», τότε μόνο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπάλληλος, όταν επιδεικνύει πρωτοβουλία ως προς την παρασκευή του φαγητού, ιδίως όταν αυτό παρασκευάζεται βάσει δικών του συνταγών. Όταν, όμως, τα φαγητά είναι αφενός προπαρασκευασμένα, αφετέρου ψήνονται σε συγκεκριμένες ηλεκτρικές συσκευές ψησίματος, ειδικές για κάθε ένα συστατικό, οι οποίες είναι ρυθμισμένες ώστε να ψήνουν το αντίστοιχο υλικό με συγκεκριμένο, προκαθορισμένο τρόπο και για συγκεκριμένη ώρα (όπως τα φαγητά GOODY΄S), τότε η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και το αναγκαίο πνευματικό στοιχείο είναι τόσο αποδυναμωμένο ώστε να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εργασία αυτή απαιτεί εξιδιασμένη εμπειρία, ιδιαίτερη κατάρτιση, ανάληψη πρωτοβουλίας και ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας (`Αρειος Πάγος 1478/2007, 2054/2006, Μονομελές Πρωτοδικείο Λαρίσης 503/2014).

Έχει κριθεί νομολογιακά ότι είναι υπάλληλος ο μισθωτός που απασχολείται ως ψήστηςμε την προετοιμασία κρεάτων και ακολούθως με το ψήσιμό τους, καθώς και την παρασκευή σάντουιτς με το σκεπτικό ότι είχε τη σχετική εμπειρία, εκτελούσε την εργασία του με υπευθυνότητα, επιδεικνύοντας πρωτοβουλία σχετικά με την παρασκευή τού φαγητού και τού είδους αυτού, στην οποία κυριαρχούσε το πνευματικό στοιχείο (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 15289/2007).

Πάντως, σε περίπτωση αμφισβήτησης σε ανάλογες περιπτώσεις, αρμόδια να κρίνουν τυγχάνουν τα τακτικά Δικαστήρια.

Συνεπώς αν σε επισιτιστικό κατάστημα τόσο ο εργοδότης όσο και οι εργαζόμενοι είναι μέλη των συμβαλλόμενων (στη σύναψη της διαιτητικής αυτής απόφασης) οργανώσεων, τότε εφαρμόζονται υποχρεωτικά, με κανονιστική ισχύ οι όροι της Δ.Α. 8/2016 .

Στην περίπτωση όμως που είναι μεν σε ισχύ η συλλογική ρύθμιση όπως εν προκειμένω η διαιτητική απόφαση που ρυθμίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των επισιτιστικών καταστημάτων, πλην όμως δεν παράγεται αμφιμερής δέσμευση των μερών:

• οι όροι αμοιβής των εργαζομένων καθορίζονται από ατομικές συμβάσεις εργασίας που δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.

Επισημαίνεται ότι ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο αφορά τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας ( `Αρθρο 103, Ν.4172/2013 ),

• οι όροι εργασίας των εργαζομένων (οι θεσμικοί, μη μισθολογικοί) καθορίζονται από ατομικές συμβάσεις εργασίας που δεν επιτρέπεται να είναι δυσμενέστεροι των θεσμικών όρων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.)

Επεξηγηματικά αναφέρεται ότι ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για να παράγεται νομική δέσμευση και να υποχρεούται ο εργοδότης να εφαρμόσει τους όρους αμοιβής και εργασίας μιας συλλογικής σύμβασης που είναι σε ισχύ για τους εργαζόμενούς του , είναι τόσο αυτός (ο εργοδότης) όσο και οι εργαζόμενοι, να είναι μέλη των συμβαλλόμενων στη σύναψή τους οργανώσεων (εργοδοτικών και εργατικών αντίστοιχα).

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη, με τίτλο «Οι όροι αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των επισιτιστικών καταστημάτων μετά την έκδοση της Δ.Α. (Β΄ βάθμιας) 2/2019» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαΐου 2019 του περιοδικού Epsilon7

πηγή: e-forologia 



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.