Καταγγελία σύμβασης εργασίας από μισθωτό

0

1. Γενικό πλαίσιο

Από τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, του Β.Δ. της 16/18.7.20, του Ν. 3198/1955 όπως τα ως άνω νομοθετήματα τροποποιηθέντα και συμπληρωθέντα ισχύουν σήμερα, και του άρθρου 669 παρ. 2 του ισχύοντος Αστικού Κώδικα, προκύπτει ότι η ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας λύεται, πλην της περιπτώσεως θανάτου του μισθωτού και της αμοιβαίας των μερών συναινέσεως δια καταγγελίας εκ μέρους εκατέρου των συμβαλλομένων μερών, ενώ οσάκις ενεργείται υπό του μισθωτού δεν υποβάλλεται σε κάποιο τύπο (άρθρο 158 Αστικού Κώδικα) δυναμένη να γίνει εγγράφως και προφορικώς, ρητώς και σιωπηρώς.

του Πέτρου Ραπανάκη* 

H προθεσμία προειδοποίησης για την καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ισχύει για αμφότερα τα μέρη (εργοδότη και εργαζόμενο), με συνέπεια ο υπάλληλος που καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας, χωρίς να τηρήσει την προθεσμία προειδοποίησης, να οφείλει και αυτός να καταβάλει αποζημίωση. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που γίνεται από το μισθωτό υποδηλώνει την οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του.



2. Προθεσμία προειδοποίησης – Αποζημίωση σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4558/1930 και Ν. 3198/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, εκτός του εργοδότη και ο υπάλληλος, που προτίθεται να λύσει την υφιστάμενη εργασιακή σχέση αορίστου χρόνου, οφείλει να καταγγείλει αυτήν προ ορισμένου χρόνου, υποχρεούμενος διαφορετικά στην καταβολή στον εργοδότη του αποζημίωσης, η οποία δεν δύναται να υπερβεί ποσό ίσο προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών (`Αρειος Πάγος 192/69 ΝοΒ 17.940). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε περίπτωση που είναι ενεργός έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ο μισθωτός που έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου και που αποχωρεί οριστικά από την εργασία του λόγω καταγγελίας από μέρους του της σύμβασης αυτής, οφείλει να προβεί σε προειδοποίηση του εργοδότη του. Η προθεσμία προειδοποίησης στην περίπτωση αυτή είναι η μισή από εκείνη που επιβάλλεται από την προθεσμία του άρθρου 3 του Ν. 2112/1920 που ισχύει για την καταγγελία της εργασιακής σχέσης από μέρους του εργοδότη.

Ο χρόνος δε αυτός όπως προαναφέρθηκε, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες. Ούτε και η αποζημίωση, στην περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής προς καταγγελία μπορεί να υπερβεί το ποσό, που αντιστοιχεί σε τρεις (3) μήνες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του ίδιου νόμου κάθε συμφωνία αντίθετη προς τα παραπάνω, εφ΄ όσον δεν είναι ευνοϊκότερη για τον υπάλληλο, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς, ότι η ακυρότητα προϋποθέτει συμφωνία, με την οποία περιορίζεται το νόμιμο δικαίωμα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον υπάλληλο και καθορίζονται όροι, για την άσκηση του δικαιώματός του αυτού, δυσμενέστεροι από εκείνους, που η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2112/1920 θεσπίζει (`Αρειος Πάγος 1189/1993). Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αυτής λαμβάνονται υπ΄ όψη οι αποδοχές του τελευταίου εργασιακού μηνός με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955. Η παράλειψη της ειδοποίησης, η οποία σημειωτέον γίνεται άτυπα, δίχως να χρειάζεται έγγραφη γνωστοποίηση της καταγγελίας, δεν βλάπτει την εγκυρότητα της καταγγελίας και έχει σαν μόνη συνέπεια την υποχρέωση καταβολής της προαναφερόμενης αποζημίωσης, η οποία υπολογίζεται με βάση το αντίστοιχο ποσό των αποδοχών του χρόνου της προειδοποίησης, αλλά δεν αντιστοιχεί αναγκαία στη ζημία που υπέστη ο εργοδότης από την έλλειψη προειδοποίησης. Επομένως, παρέχεται ακόμη και όταν ο θιγόμενος εργοδότης δεν υπέστη καμία ζημία. Ο ισχυρισμός του εργαζόμενου, που προβάλλει κατ΄ ένσταση, ότι αποχώρησε λόγω κακής συμπεριφοράς της εκπροσώπου της επιχείρησης προς το πρόσωπο του και διατάραξης των σχέσεων τους, δεν δικαιολογεί την απροειδοποίητη αποχώρηση του (Εφετείο Θράκης 27/2007).

Η αξίωση του εργοδότη κατά του εργαζομένου προς καταβολή αποζημίωσης για την εκ μέρους του δεύτερου απροειδοποίητη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης κατά το άρθρο 4 του νόμου 2112/1920, δεν υπόκειται κατά το άρθρο αυτό σε προθεσμία ούτε στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 του νόμου 3198/1955 (`Αρειος Πάγος 1212/1997).

Την εν λόγω αποζημίωση δύναται να διεκδικήσει ο εργοδότης δικαστικά με αγωγή, δεν μπορεί όμως να συμψηφίσει τυχόν οφειλές του προς τον εργαζόμενο με την εν λόγω αποζημίωση. Με δεδομένο ότι η καταγγελία αυτή δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, καθίσταται εν προκειμένω δύσκολη η δικαίωση της εργοδοτικής πλευράς από τα δικαστήρια. Υπάρχουν βεβαίως δικαστηριακές αποφάσεις που σε ανάλογες περιπτώσεις δικαίωσαν την εργοδοτική πλευρά που προσέφυγε στα δικαστήρια κάνοντας αγωγή σε εργαζόμενό της ο οποίος προειδοποίησε τον εργοδότη του λίγες μόνο ημέρες ή και καθόλου, πριν την αποχώρησή του από την επιχείρηση. Περίπτωση εργαζόμενης που προειδοποίησε τον εργοδότη της μία εβδομάδα προ της οικειοθελούς αποχώρησής της αντί του προβλεπόμενου από το άρθρο 4, του Ν. 2112/1920, βάσει της υπηρεσίας που είχε διανύσει, διαστήματος του 1,5 μηνός, κρίθηκε από τα δικαστήρια ως υπόχρεη καταβολής αποζημίωσης στον εργοδότη (Ειρηνοδικείο Αθηνών 822/2006, ΔΕΝ τεύχος 1482, σελ. 1479).

Διευκρινίζεται ότι η αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 3 του Ν. 2112/1920 για την περίπτωση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου οφείλεται στο μισθωτό μόνον όταν η καταγγελία, με την οποία εξομοιώνεται και κάθε μονομερής βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων της συμβάσεως, γίνεται από τον εργοδότη. Καταγγελία από την πλευρά του μισθωτού έστω και αν οφείλεται σε αθέτηση όρων της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη δεν δημιουργεί δικαίωμα με τέτοιο περιεχόμενο (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 15013/1995).

3. Το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά του εργαζομένου, δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο

Το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όταν γίνεται από την πλευρά του εργαζομένου, δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο και μπορεί να γίνει και προφορικά ακόμα και σιωπηρά, η οποία συνάγεται από την αδικαιολόγητη αποχή του εργαζόμενου από την εργασία του ή και την οικειοθελή του αποχώρηση, σε αυτήν δε την περίπτωση ο εργοδότης δεν καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας του τελευταίου και συνεπώς δεν οφείλει αποδοχές υπερημερίας και ούτε υπέχει υποχρέωση καταβολής στον εργαζόμενο αποζημίωσης που βασίζεται στις διατάξεις του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 16/18-7-1920 (Εφετείο Θεσσαλονίκης 2739/1996).




4. Δεν υφίσταται υποχρέωση προειδοποίησης του εργοδότη από εργατοτεχνίτη ο οποίος προτίθεται να λύσει την εργασιακή του σύμβαση

Με δεδομένη τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3198/1955 στην οποία ορίζεται ότι κατά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργατοτεχνιτών δεν ισχύει το σύστημα της προμήνυσης (προειδοποίησης) εκ μέρους του εργοδότη, συνάγεται ότι δεν υφίσταται υποχρέωση προειδοποίησης του εργοδότη από εργατοτεχνίτη ο οποίος προτίθεται να λύσει την εργασιακή του σύμβαση.

Όπως προαναφέρθηκε ο μισθωτός που έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου και που αποχωρεί οριστικά από την εργασία του λόγω καταγγελίας από μέρους του της σύμβασης αυτής, οφείλει να προβεί σε προειδοποίηση του εργοδότη του. Η προθεσμία προειδοποίησης στην περίπτωση αυτή είναι η μισή από εκείνη που επιβάλλεται από την προθεσμία του άρθρου 3 Ν. 2112/1920 που ισχύει για την καταγγελία της εργασιακής σχέσης από μέρους του εργοδότη.

5. Χρόνος προειδοποίησης για εργοδότη και εργαζόμενο (Με τις ρυθμίσεις της υποπαράγραφου ΙΑ.12, `Αρθρο 1, Ν. 4093/12-11-2012)

Χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη Χρόνος καταγγελίας με προειδοποίηση του εργαζόμενου σε περίπτωση απόλυσης του από τον εργοδότη του Χρόνος προειδοποίησης του εργοδότη από τον εργαζόμενο πριν την αποχώρηση του από την επιχείρηση
1 έτος συμπληρωμένο έως 2 έτη 1 μηνός 1/2 του μήνα
2 έτη συμπληρωμένα έως 4 έτη 2 μηνών 1 μήνα
4 έτη συμπληρωμένα έως 5 έτη 2 μηνών 1 μήνα
5 έτη συμπληρωμένα έως 6 έτη 3 μηνών 1,5 του μήνα
6 έτη συμπληρωμένα έως 8 έτη 3 μηνών 1,5 του μήνα
8 έτη συμπληρωμένα έως 10 έτη 3 μηνών 1,5 του μήνα
10 έτη συμπληρωμένα και άνω 4 μηνών 2 μήνες

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη, με τίτλο «Αποχή μισθωτού από την εργασία ως ένδειξη οικειοθελούς αποχώρησης – Καταγγελία σύμβασης εργασίας από μισθωτό» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαίου 2021 του περιοδικού Epsilon7.

πηγή: e-forologia



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.