1. Ο χρόνος εργασίας
Ο χρόνος εργασίας αποτελεί βασικό στοιχείο του εργασιακού βίου και η ρύθμισή του έχει αποτελέσει το επίκεντρο πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συζητήσεων, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ε.Ε..
Με στόχο την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, η Οδηγία 2003/88 της Ε.Ε. για τον χρόνο εργασίας απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την τήρηση ελάχιστων προτύπων, σχετικά με τις ώρες εργασίας για όλους τους εργαζομένους σε ολόκληρη την Ε.Ε.. Περιλαμβάνονται πρότυπα για τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας (η οποία έχει οριστεί στις 48 ώρες), τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης και τα διαλείμματα, την ετήσια άδεια, τη νυχτερινή εργασία και την εργασία σε βάρδιες.
Από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) επισημαίνεται ότι, το άρθρο 2 σημείο 1 της Οδηγίας 2003/88 ορίζει τον «χρόνο εργασίας» ως «κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του». Κατά το άρθρο 2 σημείο 2 της Οδηγίας αυτής, η έννοια της «περιόδου ανάπαυσης» ορίζεται αρνητικά, ως κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας.
Περαιτέρω, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» είναι έννοιες του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες επιβάλλεται να ορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με αναφορά στο σύστημα και στον σκοπό της Οδηγίας 2003/88. Μόνο μια τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της Οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών.
Ουσιαστικά, ο χρόνος εργασίας αναφέρεται σε κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.
Τέλος, οι ώρες εργασίας διαφέρουν για τους εργαζομένους σε διαφορετικά επαγγέλματα ή σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους, ενώ το φύλο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον καθορισμό αυτών των διαφορών.
2. Χρονικά Όρια Εργασίας
Ως νόμιμο ωράριο εργασίας, νοείται εκείνο που έχει καθορισθεί με νόμο ή με κανονιστική διάταξη που έχει εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου και αποτελεί την ανώτατη επιτρεπτή χρονική διάρκεια απασχόλησης. Το νομοθετικά προβλεπόμενο νόμιμο ωράριο εργασίας είναι 8 ώρες την ημέρα και 48 ώρες την εβδομάδα.
Ως συμβατικό ωράριο εργασίας, νοείται εκείνο που καθορίζεται από συλλογική σύμβαση, κανονισμό εργασίας, ατομικές συμβάσεις εργασίας ή επιχειρησιακή συνήθεια.
Με την από 14/02/1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας ορίσθηκε σε 40 ώρες (συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο), ενώ παράλληλα με Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. καθιερώθηκε το πενθήμερο σύστημα εργασίας, κατά το οποίο ο χρόνος εργασίας της 6ης ημέρας κατανέμεται σε 5 ημέρες (5 x 8 = 40 ώρες/εβδομάδα), χωρίς όμως να καταργηθεί το σύστημα εξαήμερης εργασίας. Το πλήρες συμβατικό ωράριο εργασίας των 40 ωρών και η δυνατότητα κατανομής των ωρών εργασίας σε πέντε ή σε έξι ημέρες της εβδομάδας καταγράφηκε και επιβεβαιώθηκε και με το άρθρο 55 του Ν. 4808/2021. Στο άρθρο αυτό καθορίστηκε σε όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους εργασίας και σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, ως ωράριο πλήρους απασχόλησης οι σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως, οι οποίες δύνανται να κατανέμονται σε πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία.
Όταν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το πλήρες συμβατικό ωράριο εργασίας ανέρχεται ημερησίως σε οχτώ (8) ώρες, ενώ όταν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το πλήρες ωράριο εργασίας ανέρχεται σε έξι (6) ώρες και σαράντα (40) λεπτά ημερησίως.
Με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις ή ατομικές συμβάσεις εργασίας είναι δυνατή η εφαρμογή μικρότερων ωραρίων πλήρους απασχόλησης ημερησίως και εβδομαδιαίως. Βάσει της ισχύουσας σήμερα νομοθεσίας:
α) Στο σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης, το πλήρες συμβατικό ωράριο είναι 6 ώρες και σαράντα λεπτά ημερησίως και 40 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ ως νόμιμο ωράριο θεωρούνται οι 8 ώρες ημερησίως και 48 ώρες εβδομαδιαίως.
β) Στο σύστημα πενθήμερης απασχόλησης, το πλήρες συμβατικό ωράριο είναι 8 ώρες ημερησίως και 40 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ ως νόμιμο ωράριο θεωρούνται οι 9 ώρες ημερησίως και 45 ώρες εβδομαδιαίως (επετράπη η υπέρβαση του ανώτατου ορίου της ημερήσιας εργασίας κατά μία ώρα χωρίς αυτή να θεωρείται υπερωρία, εφόσον το σύνολο των εργασίμων ωρών δεν υπερβαίνει το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο).
Τονίζεται ότι όλοι οι νομοθετικά καθοριζόμενοι μισθοί, αλλά και εκείνοι που προβλέπονται από τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, τις Διαιτητικές Αποφάσεις, αλλά και τις Ατομικές Συμβάσεις εργασίας αφορούν σε εργασία 40 ωρών εβδομαδιαίως. Κάθε υπέρβαση ημερήσιου και εβδομαδιαίου συμβατικού ωραρίου συνεπάγεται την υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει πρόσθετη αμοιβή.
3. Ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση
Η διάρκεια ημερήσιας εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας εντός ενός συνεχούς χρονικού διαστήματος είκοσι τεσσάρων (24) ωρών (άρθρο 3 του Π.Δ.88/1999).
Για κάθε περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, καθιερώνεται ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση έντεκα (11) συνεχών ωρών (υποπ. ΙΑ.14, άρθρο 1 του Ν.4093/2012).
Η περίοδος αυτή των είκοσι τεσσάρων (24) ωρών έχει ως έναρξη την 00.01 και λήξη την 24.00 ώρα. Η ελάχιστη αυτή ημερήσια ανάπαυση ισχύει και για τις περιπτώσεις των βαρδιών, έτσι όπως αυτές προβλέπονται ως σύστημα εργασίας στο Π.Δ.88/1999. Ως εκ τούτου, θα πρέπει από τη λήξη της μιας βάρδιας μέχρι την έναρξη της επόμενης, ο εργαζόμενος που απασχολείται με το σύστημα των βαρδιών, να λαμβάνει ημερήσια ανάπαυση 11 συνεχών ωρών (Αριθμ. πρωτ.: 26352/839/28-11-2012 Εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας).
Εργασία σε διαδοχικές ομάδες (βάρδιες) ορίζεται η μέθοδος οργάνωσης, κατά την οποία οι εργαζόμενοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στις ίδιες θέσεις εργασίας, με ορισμένο ρυθμό περιλαμβανόμενου του ρυθμού περιτροπής και η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής γεγονός το οποίο υποχρεώνει τους εργαζόμενους να επιτελούν μια εργασία σε διαφορετικές ώρες, σε μια δεδομένη περίοδο ημερών ή εβδομάδων (άρθρο 2 του Π.Δ. 88/1999).
Η διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας εντός του χρονικού διαστήματος από 00.01 της Δευτέρας μέχρι την 00.00 της επόμενης Κυριακής (άρθρο 2 του Π.Δ.88/1999).
Για κάθε εβδομάδα εξασφαλίζεται στους εργαζόμενους ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ΄ αρχάς την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζόμενων πρακτικές και διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες προστίθενται οι έντεκα (11) συνεχείς ώρες της ημερήσιας ανάπαυσης.
Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας μπορεί να ορισθεί ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών (άρθρο 5 του Π.Δ.88/1999).
Όπου προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις η Κυριακή ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, αυτή αρχίζει την 00:01 ώρα και λήγει την 24:00 ώρα. Για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που λειτουργούν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο με σύστημα διαδοχικών ομάδων εργασίας, η Κυριακή, μπορεί να αρχίζει την 06:00 ώρα ή την 07:00 ώρα και να λήγει την αντίστοιχη ώρα της Δευτέρας.
Οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν αναλόγως και σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται από τη νομοθεσία ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, διαφορετική από την Κυριακή (άρθρο 3 του Π.Δ.76/2005).
Ο τρόπος χορήγησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δηλαδή αν η ανάπαυση θα είναι κυλιόμενη ή σταθερή ημέρα, μπορεί να ορίζεται είτε:
α) Με όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας (κλαδική, επιχειρησιακή κ.λπ.)
β) Ελλείψει τέτοιας ρύθμισης, με όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας.
γ) Ελλείψει τέτοιου όρου, ο καθορισμός της ημέρας ανάπαυσης ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.
4. Διάλειμμα
Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις (4) συνεχόμενες ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα κατ΄ ελάχιστον δεκαπέντε (15) λεπτών και κατά μέγιστον τριάντα (30) λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Το διάλειμμα αυτό δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενο με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας (άρθρο 4, του Π.Δ. 88/1999), προκειμένου να αποτελεί ενδιάμεσο χρόνο παύσης της εργασίας.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του, εφόσον δεν ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Το διάλειμμα δεν αποτελεί χρόνο εργασίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από διάταξη νόμου ή όρο συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας. Ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές και σ΄ αυτές δεν περιλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα (άρθρο 14, του Π.Δ. 27-6/1932, ΦΕΚ 212/Α` 4.7.1932). Συνεπώς ο χρόνος λήξεως της ημερήσιας εργασίας παρατείνεται ανάλογα με τη διάρκεια του διαλείμματος, προκειμένου να συμπληρωθεί το συμφωνημένο ωράριο.
5. Διακεκομμένο Ωράριο
Το Διακεκομμένο ωράριο, σε αντιδιαστολή με το συνεχές ωράριο, είναι εκείνο κατά το οποίο παρεμβάλλονται διακοπές εργασίας, οι οποίες δεν υπολογίζονται στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται κατά πλήρες ημερήσιο, αλλά διακεκομμένο ωράριο για όλες ή μερικές ημέρες της εβδομάδας, δικαιούνται αναπαύσεως, ενδιαμέσως μεταξύ των τμημάτων του ωραρίου τους, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις (3) ώρες (άρθρο 56 του Ν.4808/2021).
Η εφαρμογή διακεκομμένου ή μη ωραρίου εργασίας, αν δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, εναπόκειται σε συμφωνία εργοδότη – εργαζόμενου ή διαφορετικά στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο βεβαίως πρέπει να ασκείται εντός των ορίων του άρθρου 281 Α.Κ..
6. Νυχτερινή εργασία
Νυκτερινή εργασία είναι η απασχόληση που πραγματοποιείται κατά τις νυχτερινές ώρες, οι οποίες έχουν καθοριστεί από 22:00 μ.μ. έως 6:00 π.μ. (18310/1946 Κ.Υ.Α. και άρθρο 2 του Π.Δ. 88/1999). Με το Π.Δ.88/1999 ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη νυχτερινή εργασία, ενώ για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων απαγορεύεται η απασχόληση κατά τις ώρες αυτές, όπως για τους ανήλικους (άρθρο 5 του Ν.1837/1989).
Στις νυκτερινές ώρες μπορεί να πραγματοποιηθεί ολόκληρο το ωράριο ή ένα μέρος του, οπότε υπάρχει και η ανάλογη αμοιβή π.χ. για εργασία από τις 18:00 το απόγευμα μέχρι τις 02:00 το πρωί, οι τέσσερις (4) ώρες, 18:00 – 22:00 είναι ημερήσιες, και οι άλλες τέσσερις (4), 22:00 – 02:00 νυκτερινές.
Οι νυχτερινοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να εργάζονται κατά μέσο όρο πάνω από 8 ώρες το εικοσιτετράωρο. Εάν η εργασία τους ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή διανοητική κόπωση, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν υπερβαίνει το ημερήσιο όριο των 8 ωρών το εικοσιτετράωρο.
Οι εργαζόμενοι τη νύχτα δικαιούνται επίσης δωρεάν ιατρικές εξετάσεις, που διέπονται από το ιατρικό απόρρητο, προτού ξεκινήσουν τη νυχτερινή εργασία και στη συνέχεια, κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Εάν οι εργαζόμενοι τη νύχτα, παρουσιάσουν προβλήματα υγείας που συνδέονται με το γεγονός ότι εργάζονται τη νύχτα, επιβάλλεται να μεταφερθούν σε θέση ημερήσιας εργασίας, το συντομότερο δυνατόν.
*Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το άρθρο του κ.Βασιλείου Παπαβασιλείου με τίτλο «Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του χρόνου εργασίας», που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαΐου 2022 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων στο Σύστημα Διευθέτησης του Χρόνου Εργασίας και στην επαγγελματική κατάρτιση ως χρόνο εργασίας.
πηγή: e-forologia