Σύμφωνα με το άρθρο 652 του Α.Κ. ο εργοδότης ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα, που του παρέχει δυνατότητα να ρυθμίζει κάθε θέμα αναγόμενο στην οργάνωση και τη λειτουργία της επιχείρησής του, δικαιούται να προσδιορίζει και να εξειδικεύει την υποχρέωση προς παροχή εργασίας του μισθωτού, καθορίζοντας συγκεκριμένα το είδος, τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του.
Με βάση τη διάταξη αυτή του Α.Κ. ο εργοδότης ασκώντας το δικαίωμά του αυτό, δικαιούται, μεταξύ των άλλων, να προσδιορίζει και τον τόπο απασχόλησης του μισθωτού, εφόσον βεβαίως το δικαίωμά του αυτό στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει αποκλεισθεί ή δεν έχει περιορισθεί από ειδική διάταξη νόμου ή από όρο της ατομικής σύμβασης του μισθωτού.
Τα παραπάνω έχουν γίνει δεκτά από την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, που έκρινε σχετικές αγωγές εργαζομένων και πρέπει, ελλείψει άλλων ειδικών για το θέμα αυτό διατάξεων, να τηρούνται από τις επιχειρήσεις στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στην αρχική σύμβαση πρόσληψης του προσωπικού τους, δεν έχει τεθεί ειδικός όρος για τον τόπο παροχής της εργασίας των μισθωτών ή για τη δυνατότητα απασχόλησής τους σε περισσότερους τόπους όπου ο εργοδότης διατηρεί εγκαταστάσεις ή παραρτήματα.
Έτσι, ο τόπος ή οι τόποι παροχής της εργασίας του μισθωτού πρέπει να συμφωνούνται συγκεκριμένα κατά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης πρόσληψης του μισθωτού, διαφορετικά θα δημιουργεί προβλήματα στο μέλλον, όταν ο εργοδότης αποφασίσει μονο- μερώς να μεταθέσει τον μισθωτό σε άλλο τόπο, στον ίδιο ή σε άλλο νομό της Χώρας.
Το αν επομένως η μονομερής αυτή μεταβολή συνιστά ή όχι βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης του μισθωτού, κατά το Ν. 2112/ 1920, είναι ζήτημα που μπορεί να κριθεί κατά περίπτωση δικαστικά και μόνο.
Κατά την κατάρτιση άλλωστε της σύμβασης εργασίας ο εργοδότης δικαιούται να καθορίζει την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησής του, αν δεν έχει συμφωνήσει ειδικά με τον κάθε συγκεκριμένο εργαζόμενο τον τόπο παροχής της εργασίας, αφού η τυχόν άρνηση του εργαζομένου να μετακινηθεί και να εργασθεί με τους ίδιους όρους αμοιβής και εργασίας σε άλλο τόπο εργασίας, συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, καταγγελία της σύμβασης από το μισθωτό.
Να σημειωθεί επίσης ότι κατά τη νομολογία αυτή, από το γεγονός και μόνο ότι για πολλά χρόνια ο μισθωτός παρείχε την εργασία σε ορισμένο τόπο, δεν σημαίνει ότι έχει συναφθεί σιωπηρός όρος στη σύμβασή του για το αμετάθετο.
Άλλο θέμα όμως τίθεται αν η μετακίνηση του εργαζομένου αποφασίζεται κατά κατάχρηση του δικαιώματος του εργοδότη, όταν αποδεικνύεται ότι η μετάθεση έγινε από εκδίκηση, επειδή ο εργαζόμενος π.χ. δεν δέχθηκε να εκτελέσει παράνομη ή αντισυμβατική εντολή του εργοδότη ή να τροποποιήσει την πλήρη σύμβαση εργασίας του σε μερική ή να δεχθεί να μειώσει τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές του (βλ. σχετ. τις Α.Π. 127/2007, 227/2005, 1044/204, 181/2001,
Άρθρο του Χρήστου Καρατζά, [Νομικός – Εργατολόγος] Φεβρουάριος 2016
Στην Ηλεκτρονική Έκδοση Περιοδικού ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ – ΠΙΜ Εργασιακή http://www.pim.gr/