Εξαναγκασμός εργοδότη για απόλυση εργαζομένου

0

Εισαγωγικά στοιχεία

του Βασίλειου Παπαβασιλείου (Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.)

Το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ανήκει και στα δύο μέρη της εργασιακής σχέσης, υπό διαφορετικές προϋποθέσεις κάθε φορά. Είναι σημαντικό να διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση αν η καταγγελία έγινε από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο, για να κριθεί εάν οφείλεται αποζημίωση απόλυσης.



Η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να συνοδεύεται με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στον απολυόμενο. Όταν ο μισθωτός δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή τις εκπληρώνει κακόβουλα και συγκεκριμένα με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την αποζημίωση κ.λπ., τότε η ενάσκηση της αξίωσης για αποζημίωση λόγω απόλυσης μπορεί να αποκρουσθεί με την προβολή από τον εργοδότη της ένστασης για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του μισθωτού.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 2112/1920 «Περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων», όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 4558/1930, η απόλυση ιδιωτικού υπαλλήλου, ο οποίος προσελήφθη με σύμβαση αορίστου χρόνου, δε δύναται να λάβει χώρα άνευ προηγουμένης έγγραφης καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, εφόσον ο χρόνος αυτής διήρκεσε πάνω από δύο μήνες.




Περαιτέρω, από το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Ν.3198/1955 , προκύπτει ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο ιδιωτικό υπάλληλο τη νόμιμη αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μάλιστα, οι προκείμενες διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου, ώστε η εφαρμογή τους δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση αντίθετη συμφωνία των μερών.

Ωστόσο, ο μισθωτός δε δικαιούται της νόμιμης αποζημίωσης στην περίπτωση της οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία, δηλαδή της παραίτησής του, καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της λύσης της σύμβασης εργασίας εντοπίζεται στη δική του σφαίρα ευθύνης και όχι σε αυτή του εργοδότη του.

Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη δε γίνεται με βάση τη βούλησή του αλλά «αναγκαστικά», όταν ο εργοδότης εξωθείται ουσιαστικά στην επιλογή αυτή, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εργαζομένου, ο οποίος αποσκοπεί σε αυτό το αποτέλεσμα, προκειμένου να εξασφαλίσει την καταβολή της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης, πράγμα το οποίο δε θα μπορούσε να γίνει, αν αποχωρούσε οικειοθελώς από την εργασία του.

Οι περιπτώσεις αυτές είναι προφανές, ότι εκφεύγουν της νομοθετικής πρόθεσης για την προστασία των συμφερόντων του εργαζομένου, καθώς τα αίτια της απόλυσης εντοπίζονται στη δική του πλημμελή συμβατική συμπεριφορά. Επιπλέον, μεταξύ άλλων στην απόφαση 1861/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, αναφέρονται τα παρακάτω: «Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν.2556/1997 η καταγγελία της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στο τηρούμενο για το Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.) μισθολόγιο ή έχει ασφαλισθεί ο απολυόμενος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι:

α) H καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού επί ποινή ακυρότητας πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βούλησης του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο αυτό να εγχειρισθεί, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, στον απολυόμενο, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του.

β) Η καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μήνυσης για αξιόποινη πράξη, ανωτέρα βία), ανεξαρτήτως από το λόγο που την προκάλεσε, πρέπει να συνοδεύεται με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στον απολυόμενο.

Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη, εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, λόγω της μη εκπλήρωσης ή της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του μισθωτού που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας.

Όταν όμως, ο μισθωτός δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή εκπληρώνει αυτές κακόβουλα και συγκεκριμένα με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την αποζημίωση του Ν.2112/1920, στην οποία και μόνο αποβλέπει, τότε η ενάσκηση της αξίωσης για αποζημίωση λόγω απόλυσης ή η προβολή της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω μη τήρησης των ανωτέρω διατυπώσεων του νόμου και η εντεύθεν αναγνώριση της υπερημερίας του εργοδότη περί την αποδοχή των υπηρεσιών προς αυτόν του ενάγοντος μισθωτού υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Συνεπώς μπορούν να αποκρουσθούν με την προβολή από τον εργοδότη της ένστασης για καταχρηστική άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων του μισθωτού, σύμφωνα με το άρθρο 281 A.K. (ΑΠ 182/2008).

Εξάλλου, για τη θεμελίωση της ως άνω πρόθεσης του μισθωτού περί εκμετάλλευσης της νομοθετικής επιλογής περί παροχής αποζημίωσης, συμβάλλουν οι συχνές προειδοποιήσεις προς αυτόν, των οποίων η εξακολουθητική παραγνώριση υποδηλώνει μια ευσυνείδητη και ενδεχομένως με απώτερα κίνητρα παραβατική συμπεριφορά».

Καταβολή νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως

Τίθεται το ερώτημα εάν ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει και στις περιπτώσεις αυτές τη νόμιμη αποζημίωσή του λόγω του πραγματικού γεγονότος της απόλυσης ή αν τελικά το δικαίωμά του αυτό αποστερείται, λόγω της αυτοτέλειας της συμπεριφοράς του. Αρχικά τo ισχύον δίκαιο δεν προβλέπει ως λόγο αποστέρησης του εργαζομένου από το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως, την έστω και βαρεία, εκ μέρους του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων απέναντι στον εργοδότη. Εντούτοις, νομολογιακά έχει κριθεί ως λόγος απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης η συμπεριφορά του εργαζομένου, η οποία έχει ως μοναδικό και αποκλειστικό κίνητρο τον εξαναγκασμό του εργοδότη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.

Ουσιαστικά η νομολογία έχει κρίνει ότι, όταν ο υπάλληλος επιδεικνύει συμπεριφορά που συνιστά υπαίτια αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών του, η οποία συνεπάγεται εκ των πραγμάτων και την ακαταλληλότητά του για την εργασία που προσλήφθηκε, προκειμένου να εξαναγκάσει τον εργοδότη να προβεί στην καταγγελία της σύμβασής του, τη συνέχιση της οποίας δεν επιθυμεί, για να εισπράξει την κατά νόμο αποζημίωσή του, στην οποία και μόνο αποβλέπει και την οποία δε θα δικαιούτο αν αποχωρούσε οικειοθελώς, τότε η αξίωσή του αυτή, μολονότι απορρέει από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποκρούεται με την ένσταση του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Το άρθρο αυτό έχει έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, γιατί αποβλέπει στην πάταξη της κακοπιστίας και της κακοήθειας στις συναλλαγές.



Με βάση λοιπόν το πνεύμα της διάταξης αυτής, η απόληψη της εν λόγω αποζημίωσης αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Και αυτό διότι η παροχή της αποζημίωσης προβλέπεται από το νόμο από πρόνοια για τον υπάλληλο που περιέρχεται σε ανεργία, λόγω της απόλυσής του από πρωτοβουλία του εργοδότη, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η πρωτοβουλία ανήκει στον υπάλληλο, ο οποίος δεν αιφνιδιάζεται από την απόλυσή του, καθόσον ο ίδιος έχει προμελετήσει και προκαλέσει την επέλευσή της από δικά του ιδιοτελή κίνητρα.

Εντούτοις, για τη θεμελίωση και ευδοκίμηση μιας τέτοιας ένστασης θα πρέπει να συντρέχουν τα ανάλογα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει, ότι η αντισυμβατική συμπεριφορά του μισθωτού ήταν σκόπιμη και έγινε με πρόθεση να εξαναγκάσει τον εργοδότη στην απόλυσή του.

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το άρθρο του κ.Βασιλείου Παπαβασιλείου με τίτλο «Απόσπαση εργαζομένων» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου 2022 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά σε ζητήματα όπως η Πρόκληση καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, η Καταχρηστική διεκδίκηση, οι Ενέργειες του εργοδότη στην αντισυμβατική συμπεριφορά εργαζομένου, η υποχρέωση πρόνοιας και το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.

πηγή: e-forologia



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.