Μια άλλη όψη της ζωής του Κάρολου Μαρξ αποκαλύπτουν πενηντατέσσερις επιστολές της συζύγου του προς αυτόν, στο βιβλίο «Τζένη φον Βεστφάλεν – Μαρξ , Λατρεμένε μου Καρλ»
Από και προς την Τζένη έχουν διασωθεί συνολικά 320 επιστολές, σε μιαν ιστορική περίοδο, που ξεκινά από το 1839 και φτάνει ως το 1869. Την περίοδο αυτή συμβαίνουν στην Ευρώπη κοσμοϊστορικά γεγονότα. Είναι η εποχή που οι λαοί και τα έθνη σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη επαναστάτησαν και απείλησαν το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο.
«[…] φανταζόμουν ότι είχες χάσει το δεξί σου χέρι και, Καρλ, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαψης και ευδαιμονίας γι’ αυτό. Βλέπεις, θησαυρέ μου, σκεφτόμουν ότι έτσι θα σου ήμουν πλέον απολύτως απαραίτητη, ότι θα με κρατούσες παντοτινά κοντά σου και θα με λάτρευες. Και τότε θα κατέγραφα εγώ για λογαριασμό σου όλες αυτές τις λατρεμένες, ουράνιες ιδέες σου και θα σου ήμουν πραγματικά χρήσιμη».
Πόσο αποδεκτή και αληθοφανής θα γινόταν άραγε μια τόσο ακραία εκδήλωση πίστης, ολοκληρωτικής αφοσίωσης και απέραντης τρυφερότητας, απευθυνόμενη στην αυστηρή βιβλική μορφή ενός θεωρητικού κολοσσού της επανάστασης όπως ο Καρλ Μαρξ; Θα μπορούσε ποτέ – δίχως αυτό να αποτελεί σκάνδαλο – να γίνει πιστευτό ότι ο εισηγητής της πιο επαναστατικής κοσμοθεωρίας στην ιστορία της ανθρωπότητας θα γινόταν αντικείμενο, αποδέκτης τέτοιας παράφορης λατρείας; Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Μαρξ ως ερωτικό αντικείμενο του πόθου; Κι όμως, η πραγματικότητα παραμένει πεισματικά πιο ευφάνταστη και πιο ανατρεπτική απ’ ό,τι συνήθως πιστεύουμε.
Ο Μαρξ, όχι μόνο βίωσε την απόλυτη και συγκινητική αφοσίωση της συζύγου του, αλλά υπήρξε βαθύτατα ερωτευμένος και εξαρτημένος από τη μοναδική Τζένη φον Βεστφάλεν, έτσι ώστε ο θεμελιωτής του κομμουνισμού, ο εμπνευσμένος εισηγητής της θεωρίας της υπεραξίας, ο μέγας συγγραφέας του «Κεφαλαίου» να αποκαλεί την αγαπημένη του «Τζένη της καρδιάς μου» ή να της γράφει: «Θέλω να είσαι πάντα χαρούμενη. Σκέψου! Ο κηπάκος μας είναι τώρα καταπράσινος!».
Η σχεδόν μεταφυσική λατρεία γύρω από το πρόσωπο του Μαρξ τού έχει αποστερήσει κατά κάποιο τρόπο την ανθρώπινη διάστασή του. Έχοντας παγιώσει την ιστορική του εικόνα, δύσκολα μπορεί να «βολευτεί» στο ένδυμα της καθημερινότητας, έτσι ώστε η εκδοχή του Μαρξ ως αντικείμενο του πόθου να φαντάζει σχεδόν βέβηλη… Κι όμως, ο ερωτευμένος Μαρξ, ο Μαρξ της οικογένειας, των φίλων, του καθημερινού βίου, της περιπέτειας, των αγώνων, των απίστευτων δυσκολιών, είναι αυτός που ζωντανεύει μέσα από τις συγκλονιστικά αποκαλυπτικές επιστολές της γλυκιάς του «γαϊδουρίτσας», όπως περιπαιχτικά αποκαλούσε τη λατρεμένη του σύζυγο Τζένη φον Βεστφάλεν.
Μέσα από αυτή την καταιγιστική επιστολογραφία, η οποία εκτείνεται σε τρεις δεκαετίες και ξεκινά από τα πρώτα χρόνια των αρραβώνων της Τζένης με τον Καρλ, περιγράφονται μερικά από τα σημαντικότερα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα στην Ευρώπη, όπως αυτά συνδέονται με την ιστορία της οικογένειας Μαρξ. Οι επιστολές αποστέλλονται σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής, και έχουν ως αποδέκτες τους πρόσωπα που συνδέονται στενά με την οικογένεια και τις υποθέσεις της. Διαβάζοντας κανείς αυτές τις επιστολές έχει την εντύπωση πως παρακολουθεί τις εξελίξεις από τα παρασκήνια του μεγάλου θεάτρου της Ιστορίας. Οι οικογενειακές περιπέτειες, οι εξορίες, η φτώχεια, οι γεννήσεις και οι θάνατοι των παιδιών τους, οι μεγάλες κακουχίες τους, το πείσμα, η απαντοχή, η καρτερία, αλλά πάνω από όλα η βαθιά πίστη ότι μέσα σε αυτή την οικογένεια γραφόταν ένα μεγάλο κεφάλαιο της Ιστορίας – του οποίου το βάρος σήκωσε η Τζένη με αυταπάρνηση, ζηλευτή μεγαλοψυχία και υποδειγματική αφοσίωση – προσδίδουν σε αυτές τις επιστολές μια θεατρική δραματικότητα και ζωντάνια.
«[…] Την επόμενη μέρα έπρεπε να εγκαταλείψουμε το σπίτι, είχε κρύο, υγρασία και ομίχλη, ο άντρας μου έτρεξε να βρει κατάλυμα, όλοι έκαναν πίσω μόλις ανέφερε τα τέσσερα παιδιά… Τέλος, μας βοήθησε ένας φίλος, πληρώσαμε, και αμέσως πουλώ εγώ τα κρεβάτια μας για να πληρώσω τον φαρμακοποιό, τον φούρναρη, τον χασάπη και τον γαλατά που, φοβισμένοι από το σκάνδαλο της εμφάνισης των δικαστικών επιμελητών, με περικύκλωσαν κραδαίνοντας τους απλήρωτους λογαριασμούς ανά χείρας. Τα κρεβάτια μας που είχα πουλήσει, μεταφέρθηκαν στο πεζοδρόμιο κι από κει φορτώθηκαν σ’ ένα κάρο – και τι συμβαίνει ξαφνικά; Ο ήλιος είχε δύσει προ πολλού, ο αγγλικός νόμος απαγορεύει τις μεταφορές τη νύχτα, και καταφθάνει ο εκμισθωτής με δυο αστυνομικούς, ισχυριζόμενος ότι μαζί με τα δικά μας έπιπλα μπορεί μες στο σκοτάδι να σουφρώσαμε και τίποτα δικά του, και ότι θα διαφύγουμε σε κάποια ξένη χώρα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχαν συγκεντρωθεί χάσκοντας έξω από το σπίτι μας διακόσιοι-τριακόσιοι άνθρωποι, όλος ο συρφετός του Τσέλσι. Μέσα ξανά τα κρεβάτια – δεν μπορούν να παραδοθούν στον αγοραστή παρά μόνο αύριο, μετά την ανατολή του ήλιου. Κι αφού με την πώληση όλων των υπαρχόντων μας κατορθώσαμε να ξεπληρώσουμε τα πάντα, μέχρι το τελευταίο πφένιχ, κατέλυσα με τις μικρές μου αγαπούλες στο Γερμανικό Ξενοδοχείο, Οδός Λέτσεστερ 1, Πλατεία Λέτσεστερ, όπου τύχαμε ανθρώπινης υποδοχής έναντι 5,5 λιρών εβδομαδιαίως».
Εδώ πρέπει να επισημανθεί ο ιδιαίτερος και καθοριστικός ρόλος του στενότατου φίλου και συνεργάτη τού Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, στην επιβίωση της οικογένειας με την αμέριστη οικονομική συμπαράσταση και τη συνεχή υποστήριξή του. Ο Ένγκελς, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και στις επιστολές που του απευθύνει η Τζένη, μοιάζει περισσότερο να λειτουργεί σαν μέλος της οικογένειας παρά σαν φίλος. Στις επιστολές αυτές που αναφέρονται στον Ένγκελς αποκαλύπτεται η συναρπαστική όσο και συγκλονιστική σχέση των δυο φιλοσόφων, η οποία είναι μια από τις ουσιαστικότερες σχέσεις φιλίας στην Ιστορία…
«Αγαπητέ κύριε Ένγκελς,
Είναι για μένα έργο απεχθές να υποχρεούμαι να σας γράφω για οικονομικά θέματα. Ήδη μας έχετε βοηθήσει τόσες φορές. Όμως αυτή τη φορά δεν έχω πού αλλού να προσφύγω, δεν έχω διέξοδο. Έγραψα στον Χάγκεν στη Βόννη, στον Γκέοργκ Γιούνγκ, στον Κλους, στην πεθερά μου, στην αδερφή μου στο Βερολίνο. Αλγεινά γράμματα! Κι ακόμη καμιά απάντηση σε κάποιο απ’ αυτά. Έτσι δεν υπάρχει άλλος ανοικτός δρόμος για μας. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς είναι τα πράγματα εδώ. Ο σύζυγός μου πήγε στην πόλη να βρει τον Γκέρστενμπεργκ. Φαντάζεστε τι σημαίνει αυτή η υποχρέωση γι’ αυτόν. Εν τω μεταξύ, γράφω κι εγώ αυτές τις γραμμές. Μπορείτε να μας στείλετε κάτι; Ο φούρναρης μας προειδοποίησε ότι δεν θα έχουμε ψωμί μετά την Παρασκευή. Χθες ήρθε και ρώτησε: ‘‘Είναι ο κύριος Μαρξ μέσα;’’ […]».
.