Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648,649,653 και 361 Α.Κ ,3 παρ.2 Ν.2190/20, 5 παρ.1 Ν.3198/55 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης περί προστασίας του ημερομισθίου που κυρώθηκε με το Ν.3248/55, συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του.
Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει σε οικιοθελείς παροχές προς τον μισθωτό, παροχές δηλαδή για τις οποίες δεν έχει καταρχήν νομική δέσμευση (και δη από την σύμβαση), ως ιδιαίτερη αμοιβή για την εργασία του, η συνεχής δε και επανειλημμένη επί μακρόν και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα παροχή της ιδιαίτερης αυτής αμοιβής καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, αποτελεί δηλαδή μισθό με βάση την (σιωπηρά καταρτιζόμενη) σύμβαση, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 Α.Κ) και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, αφού δεν στηρίζεται πλέον στη μονομερή θέλησή του αλλά στη σύμβαση, εκτός αν αυτός επιφυλάχθηκε ως προς την διακοπή της στο μέλλον.
Σύμφωνα με τα παραπάνω δεν νοείται κάλυψη και συμψηφισμός με τον προβλεπόμενο υπέρτερο του νομίμου συμβατικό μισθό, οικειοθελούς αρχικά παροχής του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, η χορήγηση της οποίας υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και προϋποθέσεις, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, διότι τότε αυτή αποτελεί πλέον τμήμα αυτού του καταβαλλόμενου υπέρτερου συμβατικού μισθού και όρο της ατομικής σύμβασης του εργαζόμενου και καθίσταται υποχρεωτική η καταβολή της (αφού πλέον αποτελεί συμφωνημένο μισθό). Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, οποιοδήποτε επίδομα ή άλλη παροχή που τυχόν οφείλεται στον μισθωτό δεν συμψηφίζεται με αυτή την οικειοθελή παροχή, αλλά καταβάλλεται επιπλέον του μισθού(στον οποίο ενσωματώνεται και η εν λόγω οικειοθελής παροχή).
Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη προς τον εργαζόμενο μπορούν να συνίστανται και σε είδος (πχ. τροφή), και αντιμετωπίζονται όπως και οι χρηματικές παροχές.
Οι οικειοθελείς παροχές που δεν αποτελούν αντάλλαγμα της εργασίας και είναι ελευθέρως ανακλητές δεν μπορούν να προταθούν σε συμψηφισμό (άρθρο 440 Α.Κ) με απαιτήσεις του μισθωτού από τις αποδοχές του.
Οι οικειοθελείς παροχές που δεν αποτελούν αντάλλαγμα της εργασίας και είναι ελευθέρως ανακλητές δεν μπορούν να προταθούν σε συμψηφισμό (άρθρο 440 Α.Κ) με απαιτήσεις του μισθωτού από τις αποδοχές του.
Κατά το άρθρο 16 παρ.1 του Ν.2874/2000 ο εργοδότης υποχρεούται να αναγράφει στον πίνακα προσωπικού (υποβολή στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ) τις πάσης φύσεως αποδοχές που καταβάλλονται στον εργαζόμενο.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, στην περίπτωση που μια οικειοθελής παροχή επαναλαμβάνεται για πολύ χρόνο και ομοιόμορφα, μπορεί να καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία να καταβάλλεται ως μισθός και να αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού, την οποία πλέον δεν μπορεί να διακόψει μονομερώς ο εργοδότης (εκτός αν έχει επιφυλάξει τέτοιο δικαίωμα στον εαυτό του προφορικά ή γραπτά), τότε στην περίπτωση αυτή η παροχή αναγράφεται υποχρεωτικά στον πίνακα προσωπικού καθώς εντάσσεται στις καταβαλλόμενες αποδοχές (αποτελεί μισθό για τον εργαζόμενο), δεδομένου ότι ο εργοδότης έχει την ευθύνη και την υποχρέωση για την ακρίβεια και ορθότητα των καταβαλλόμενων αποδοχών που αναγράφονται στον πίνακα προσωπικού (άρθρο 16 παρ.2 του Ν.2874/2000) που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι σε διάσταση όταν αντιπαραβάλλονται με άλλα στοιχεία (αποδείξεις πληρωμής αποδοχών, τραπεζικές καταθέσεις που αφορούν τις αποδοχές των εργαζομένων κ.λ.π).
Αντιθέτως όταν οι οικειοθελείς παροχές δεν αποτελούν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού, αλλά δίδονται από τον εργοδότη για την καλύτερη εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης ή για την εξυπηρέτηση του μισθωτού κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ενώ ο εργοδότης έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματος ανά πάσα στιγμή να διακόψει μονομερώς τις παροχές αυτές, τότε οι παροχές αυτές δεν δηλώνονται στον πίνακα προσωπικού, καθόσον δεν αποτελούν μισθό που πρέπει να καταβάλλεται υποχρεωτικά στον μισθωτό σε τακτά χρονικά διαστήματα, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να διακοπούν μονομερώς.