Browsing: ΜΥΡΩΔΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Αποσπάσματα Βιβλίων

Σε πλήρη απαρτία, η άρχουσα τάξη είχε συμμετάσχει στη ληστεία: πολιτκοί, τραπεζίτες, μεγαλοκτηματίες, ΔΝΤ, οικονομολόγοι, συνδικάτα. H νεοφιλελεύθερη πολιτική του Κάρλος Μένεμ είχε εγκλωβίσει τη χώρα σ’έναν θανατηφόρο μηχανισμό, μια ωρολογιακή βόμβα: αύξηση του χρέους, μείωση των δημοσίων δαπανών, ευέλικτο ωράριο εργασίας, απολύσεις, ύφεση, μαζική ανεργία, υποαπασχόληση, μέχρι το μπλοκάρισμα των τραπεζικών καταθέσεων και τον περιορισμό εβδομαδιαίων αναλήψεων σε μερικές εκατοντάδες πέσος. Το χρήμα έκανε φτερά, οι τράπεζες έκλειναν η μία μετά την άλλη. Διαφθορά, σκάνδαλα, πελατειακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, «διαρθρωτικές…

Ο Στέφαν Τσβάιχ είχε πει ότι τα βιβλία είναι « ένας κόσμος δυσαρμονικός κι επικίνδυνος». Κανείς δεν μπορεί ν’αμφισβητήσει την ακρίβεια αυτού του ορισμού.    Αλλά, συγχρόνως, τα βιβλία είναι ο κόσμος εκείνος που ποτέ δε μας προδίδει. Η ηλικία μας μας υπαγορεύει τα γούστα μας, οριοθετεί και εστιάζει την αντίληψή μας, τους στόχους μας. Σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μας ψάχνουμε και βρίσκουμε διαφορετικά στοιχεία στο ίδιο μυθιστόρημα. Ξέρω ακριβώς τι έψαχνα στο Όρος Οριόλ του Μωπασσάν όταν ήμουν…

«Δεν είναι εύκολο να είσαι φτωχός, αλλά ίσως και να ναι πιο δύσκολο να σαι πλούσιος. Όταν κάποιος σαν εμάς αρρωστήσει μπορεί ν’αφήσει λίγο τη δουλειά, να ξεκουραστεί. Αυτό είναι καλό. Αν μάλιστα έχει και οικογένεια, θα τον φροντίσει στην αρρώστια του. Ένας πλούσιος όμως δεν έχει τίποτε απ’όλ’αυτά  κι ύστερα η αρρώστια θα του στοιχίσει πολλά λεφτά. Όμως το χειρότερο για έναν πλούσιο είναι ο φόβος που τον κυνηγάει πάντα μη φτωχύνει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο στον κόσμο…

«Μόλις φύγω από το σπίτι μου, αμέσως αφήνω πίσω μου κι όλες αυτές τις σκέψεις. Κι αν τύχει να γκρεμιστεί πύργος ολόκληρος στο αρχοντικό μου, με νοιάζει πολύ λιγότερο απ’ ό,τι με στεναχωρεί ένα πεσμένο κεραμίδι όταν είμαι μέσα». Όποιος ζει περιορισμένος σε μέρος μικρό, καταλήγει να ζει με στενότητα. Όλα είναι σχετικά. Ο Μονταίνιος  το λέει και το ξαναλέει: αυτά που ονομάζουμε έγνοιες και βάσανα, δεν έχουν δικό τους βάρος · έχουν το μικρότερο ή μεγαλύτερο βάρος που εμείς…

Δεν μ’ ενδιαφέρει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Ούτε στο ελάχιστο μ’απασχολεί αν κάνει διακρίσεις, αν η βροχή του πέφτει επί δικαίων και αδίκων, αν στον Παράδεισό του βρεθεί κάποια στιγμή γωνία για τον Απόλλωνα, το σκύλο της κυρίας Ελισάβετ, που κλαίει νύχτα μέρα, αν στον έναν σιδερένια πόρτα κλείνει, στον άλλον ανοίγει χρυσή, αν αυτός με την πατούσα του ισοζυγιάζει τους αστερισμούς και δεν τρακάρουν μεταξύ τους, αν είναι ο ίδιος που παίζει μαζί μας ή βάζει άλλον.…

Έτσι και τώρα. Καθόμαστε αντικριστά και μας χωρίζει το τραπεζάκι με τους καφέδες. Το σπίτι του έχει μια παράξενη διακόσμηση, σα να μετέφερε τη βεράντα του στο σαλόνι. Τέσσερις πτυσσόμενες, πάνινες πολυθρόνες εξοχής και το σιδερένιο τραπεζάκι, πτυσσόμενο κι αυτό, των παλιών καφενείων. Το μοναδικό άλλο έπιπλο στο δωμάτιο είναι μια τεράστια βιβλιοθήκη, που σκεπάζει τον τοίχο απέναντί μου, φτιαγμένη από τούβλα για βάσεις και τάβλες για ράφια, με τα βιβλία να φτάνουν ως το ταβάνι, στριμωγμένα όρθια και πλαγιαστά.…

Το τέλος της οδού Βαλλιάνων είναι οι γραμμές του ηλεκτρικού.Στρίβω λοιπόν αναγκαστικά δεξιά την Ιωνίας,περνώ κάτω από τη γέφυρα των Άνω Πατησίων και προχωρώ ακάθεκτος πια την οδό Ανθέων-με τον συνεταιρισμό των ανθοπωλών και τον παιδικό σταθμό του Αλέξανδρου- για το γήπεδο του Απόλλωνα. Σταματώ στη πλευρά με τη χαμηλή πέτρινη μάντρα και τα δυο παλιά ξεχασμένα σπίτια που τα ήξερα πολύ πριν έρθω στην Αθήνα απ’ τις φωτογραφίες των αθλητικών εφημερίδων, να στέκουν σιωπηλά πίσω από τα υπέροχα γκόλ ή αποκρούσεις του Οικονομόπουλου, του Σεραφίδη… Δεξιά, έξω από…

…Τα μάτια του, που είχαν συνηθίσει επί χρόνια στα τρυφερά, στα άηχα τυπωμένα γράμματα που καμπύλωναν σαν ποδαράκια εντόμων, θα πρέπει να είδαν τρομερά πράγματα σε κείνο το ανθρώπινο μαντρί στο συρματόπλεγμα, γιατί τα βλέφαρά του σκίαζαν βαριά τις κόρες που άλλοτε σπίθιζαν με σβελτάδα και ειρωνεία. Το βλέμμα του, άλλοτε τόσο ζωντανό, θαμπόφεγγε τώρα κοιμισμένα μέσα σε κόκκινους κύκλους κάτω από τα επιδιορθωμένα γυαλιά, με κόπο ξαναδεμένα σε λεπτό νήμα. Κι ακόμα πιο φριχτό: Κάποιος πυλώνας θα πρέπει να…

Ο Θεός τότε το οδήγησε στη στεγνή άμμο, γραμμή προς τους αμμόλοφους. Εκεί ξεπέζεψε. Το ζώο στάθηκε αστραποβολώντας, τρέμοντας και χλιμιντρίζοντας. Ένας μεθυστικός ατμός σαν να ‘βγαινε από πάνω του. Ο Θεός είχε δέσει ένα χοντρό σκοινί από φύκια, πλεγμένο σαν στεφάνι, γύρω από τη μύτη του, κι αυτό το συγκρατούσε. Η Γυναίκα περίμενε από στιγμή σε στιγμή να το δει να σκορπίζει σαν αφρός που χάνεται απ’την άμμο μες τη θάλασσα. Αντίθετα, αυτό πρόβαλε και φούσκωνε και κάλπαζε. Έσκαζε…

Ο Μπέρτραντ με τη σειρά του αντιλήφθηκε ότι δεν είχε γίνει αρκετά κατανοητός: «Λοιπόν, το πιο ανθεκτικό πράγμα σε μάς τους ανθρώπους είναι τα λεγόμενα συναισθήματα. Κουβαλάμε μέσα μας τα ακατάλυτα θεμέλια του συντηρητισμού. Κι αυτά είναι τα συναισθήματα ή πιο σωστά οι συναισθηματικές συμβάσεις, οι οποίες είναι πραγματικά νεκρές και διατηρούνται μόνο σαν ένα είδος αταβισμού» «Θεωρείτε τις αρχές του συντηρητισμού αταβιστικές;» «Α, μερικές φορές, όχι πάντα. Αν και δεν πρόκειται γι’αυτό ακριβώς. Θέλω να πω ότι η αίσθηση…

Τα πρώτα εκείνα χρόνια οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι από πρόσφυγες σαβανωμένους μ’όλα τους τα ρούχα. Φορώντας μάσκες και προστατευτικά γυαλιά. Καθισμένοι στα κουρέλια τους στο πλάι του δρόμου σαν αεροπόροι που πτώχευσαν. Τα καρότσια τους όλο στοιβαγμένη φθορά. Σέρνοντας βαγονέτα ή καροτσάκια. Τα μάτια τους λαμπερά μες στα κρανία. Άνθρωποι δίχως  δόγμα ή πίστη να παραπαίουν στους περιφερειακούς σαν μετανάστες μιας γης εμπύρετης. Το εύθραυστο των πάντων εκτεθειμένο τελικά. Παλιές βασανισμένες αντεγκλήσεις λυμένες στο τίποτα και στη νύχτα. Η τελευταία…

«…Βγήκα όξω πολύ στενεμένος. Θαμπά ακόμα, δεν ήξερα πού να τραβήξω. Γκιζέραγα στα χαμένα. Κίναγε κόσμος εργατικός για τις δουλειές του. Ήθελα να ρωτήξω τον δρόμο για τη δουλειά, αλλά είχαν ρίξει το κεφάλι στο γκιόξι κι αρέντα. Ούτε να κρίνουν ήθελαν, ούτε να τους κρίνεις. Είδα μια κοπέλα φορεμένη καλά, σαν ξέγνοιαστη. «Ω κοπέλα» της λέγω. Δεν το τελείωσα, άρχισε ν’αραντεύει. Σχιάχτηκε από τεμένα, εγώ χαντακώθηκα. Έκρινα σ’ένα παιδί. «Ω παιδί», του λέγω, «πώς θα πάω εκεί;» «Έλα», μου…